match

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
match matches

match (en)

  1. (μετρήσιμο, αθλητισμός, ειδικά βρετανικά αγγλικά) ο αγώνας, το ματς
    ⮡  a soccer match - ποδοσφαιρικός αγώνας
    ⮡  a wrestling/boxing match - αγώνας πάλης/πυγμαχίας
  2. (μόνο ενικός) ταιριάζω, ταιριασμένος, άτομο ή πράγμα που συνδυάζεται καλά με κάποιον ή κάτι άλλο
    ⮡  These colors are a beautiful match for each other.
    Τα χρώματα αυτά ταιριάζουν όμορφα μεταξύ τους.
    ⮡  They broke up because they weren’t a good match.
    Χώρισαν γιατί δεν ταίριαζαν.
    ⮡  They are a good match.
    Είναι ταιριασμένοι.
  3. (μετρήσιμο) το ταίρι, η αντιστοίχιση, ένα πράγμα που είναι ακριβώς το ίδιο ή πολύ παρόμοιο με κάτι άλλο
    ⮡  I lost the match to this glove/this shoe.
    Έχασα το ταίρι αυτού του γαντιού/παπουτσιού.
    ⮡  I can’t find the match to my sock.
    Δε βρίσκω το ταίρι της κάλτσας μου.
    ⮡  exact match - ακριβής αντιστοίχιση
  4. (μετρήσιμο) το σπίρτο, το πυρείον
    ⮡  a box of matches - ένα κουτί σπίρτα/σπίρτων
    ⮡  a live match - αχρησιμοποίητο σπίρτο
    ⮡  a burnt-out match - ένα καμμένο σπίρτο
    ⮡  I strike a match.
    Ανάβω ένα σπίρτο.
  5. (παρωχημένο) ο γάμος
ενεστώτας match
γ΄ ενικό ενεστώτα matches
αόριστος matched
παθητική μετοχή matched
ενεργητική μετοχή matching

match (en)

  1. (μεταβατικό) ταιριάζω, βρίσκω κάποιον ή κάτι που ταιριάζει ή συνδέεται με άλλο άτομο ή πράγμα
    ⮡  I can’t find a lid that matches the container.
    Δε βρίσκω καπάκι που να ταιριάζει στο δοχείο.
    ⮡  The player is matching pieces of the puzzle.
    Ο παίκτης ταιριάζει κομματάκια του παζλ.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αντιστοιχώ, κάποια πράγματα είναι ίδια ή πολύ παρόμοια
    ⮡  If your numbers don’t match with mine…
    Αν οι αριθμοί σου δεν αντιστοιχούν με τους δικούς μου…
    ⮡  The goods don’t match the samples.
    Τα εμπορεύματα δεν αντιστοιχούν στα δείγματα.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) ταιριάζω, συνταιριάζω, κάποια πράγματα φαίνονται καλά μαζί
    ⮡  I match the curtains with the rugs.
    Ταιριάζω τις κουρτίνες με τα χαλιά.
    ⮡  The wallpaper matches the curtains.
    Η ταπετσαρία ταιριάζει με τις κουρτίνες.
    ⮡  The curtains don’t match the carpets.
    Οι κουρτίνες δεν συνταιριάζονται με τα χαλιά.
     συνώνυμα: go
  4. (μεταβατικό) βγαίνω, συναγωνίζομαι, είμαι τόσο καλός, ενδιαφέρον, επιτυχημένος κτλ. όσο κάποιος/κάτι άλλο
    ⮡  No one matches him in speed.
    Κανένας δεν του βγαίνει στην ταχύτητα.
    ⮡  Nobody can match him in quality/in speed.
    Κανείς δεν μπορεί να τον συναγωνιστεί σε ποιότητα/σε ταχύτητα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rival

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
match matchs

match (fr) αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Ο πληθυντικός της παραδοσιακής ορθογραφίας ήταν (και είναι): matches.