ταίρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταίρι | τα | ταίρια |
γενική | του | ταιριού | των | ταιριών |
αιτιατική | το | ταίρι | τα | ταίρια |
κλητική | ταίρι | ταίρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταίρι < μεσαιωνική ελληνική ταίριν < αρχαία ελληνική ἑταῖρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταίρι ουδέτερο
- κάτι/κάποιος που ταιριάζει με κάτι άλλο/ κάποιον άλλον
- ένα κομψό υφασμάτινο παντελόνι είναι το ιδανικό ταίρι γι' αυτό το σακάκι
- το ένα από τα δύο στοιχεία που συγκροτούν ένα ζεύγος / ζευγάρι
- Το γοβάκι που έχασε το ταίρι του (τίτλος παραμυθιού, εργασία που προτάθηκε στα παιδιά στο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου)
- σύζυγος ή ερωτικός σύντροφος
- μετά από τόσες διαλυμένες σχέσεις ακόμα ψάχνει να βρει το ταίρι του
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δεν έχει το ταίρι του: δεν έχει κάποιον / κάτι εφάμιλλο
- ταίρι ταίρι: μαζί