carus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- carus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kāro-, συγγενές με το σανσκριτικό काम (kāma=αγάπη)
Επίθετο
[επεξεργασία]carus (la)
Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | carus | cara | carum | carī | carae | cara |
γενική | carī | carae | carī | carōrum | carārum | carōrum |
δοτική | carō | carae | carō | carīs | carīs | carīs |
αιτιατική | carum | caram | carum | carōs | carās | cara |
κλητική | care | cara | carum | carī | carae | cara |
αφαιρετική | carō | carā | carō | carīs | carīs | carīs |
care |
carius |
carissime
|