τσιγκλάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσιγκλάω < Κατά τον Ευάγγελο Πετρούνια,[1] ίσως < τσιγκλ(ίζω) + -άω < τσιγκέλι με συγκοπή του [e].
- Κατά τον Μπαμπινιώτη,[2] πιθανόν < τσίγκλα < ξίγκλα (όργανο αργαλειού) < λατινικά cingula (ζώνη). Συζητά πολλές άλλες εκδοχές, όπως η σύνδεση με τη μεσαιωνική οὖγγλα, λατινική ungula (νύχι), ή με αμάρτυρο τύπο *τσιγκελώ. Οι διάφορες εκδοχές εξηγούν την ποικιλία γραφών της λέξης (με <γγ, γκ>, με <υ>).
Ρήμα
[επεξεργασία]τσιγκλάω/τσιγκλώ, αόρ.: τσίγκλησα, παθ.φωνή: τσιγκλιέμαι, π.αόρ.: τσιγκλήθηκα[3], μτχ.π.π.: τσιγκλημένος[4] [5][6]
- κεντρίζω ένα ζώο με αιχμηρό αντικείμενο
- ερεθίζω κάποιον λεκτικά ώστε να κάνει κάτι, τον εκνευρίζω και τον προκαλώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]- τσίγκλημα (από το τσιγκλάω)
- τσίγκλισμα (από το τσιγκλίζω)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσιγκλάω - τσιγκλώ | τσιγκλούσα | θα τσιγκλάω - τσιγκλώ | να τσιγκλάω - τσιγκλώ | τσιγκλώντας | |
β' ενικ. | τσιγκλάς | τσιγκλούσες | θα τσιγκλάς | να τσιγκλάς | τσίγκλα - τσίγκλαγε | |
γ' ενικ. | τσιγκλάει - τσιγκλά | τσιγκλούσε | θα τσιγκλάει - τσιγκλά | να τσιγκλάει - τσιγκλά | ||
α' πληθ. | τσιγκλάμε - τσιγκλούμε | τσιγκλούσαμε | θα τσιγκλάμε - τσιγκλούμε | να τσιγκλάμε - τσιγκλούμε | ||
β' πληθ. | τσιγκλάτε | τσιγκλούσατε | θα τσιγκλάτε | να τσιγκλάτε | τσιγκλάτε | |
γ' πληθ. | τσιγκλάν(ε) - τσιγκλούν(ε) | τσιγκλούσαν(ε) | θα τσιγκλάν(ε) - τσιγκλούν(ε) | να τσιγκλάν(ε) - τσιγκλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσίγκλησα | θα τσιγκλήσω | να τσιγκλήσω | τσιγκλήσει | ||
β' ενικ. | τσίγκλησες | θα τσιγκλήσεις | να τσιγκλήσεις | τσίγκλα - τσίγκλησε | ||
γ' ενικ. | τσίγκλησε | θα τσιγκλήσει | να τσιγκλήσει | |||
α' πληθ. | τσιγκλήσαμε | θα τσιγκλήσουμε | να τσιγκλήσουμε | |||
β' πληθ. | τσιγκλήσατε | θα τσιγκλήσετε | να τσιγκλήσετε | τσιγκλήστε | ||
γ' πληθ. | τσίγκλησαν τσιγκλήσαν(ε) |
θα τσιγκλήσουν(ε) | να τσιγκλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσιγκλήσει | είχα τσιγκλήσει | θα έχω τσιγκλήσει | να έχω τσιγκλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσιγκλήσει | είχες τσιγκλήσει | θα έχεις τσιγκλήσει | να έχεις τσιγκλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσιγκλήσει | είχε τσιγκλήσει | θα έχει τσιγκλήσει | να έχει τσιγκλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσιγκλήσει | είχαμε τσιγκλήσει | θα έχουμε τσιγκλήσει | να έχουμε τσιγκλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσιγκλήσει | είχατε τσιγκλήσει | θα έχετε τσιγκλήσει | να έχετε τσιγκλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσιγκλήσει | είχαν τσιγκλήσει | θα έχουν τσιγκλήσει | να έχουν τσιγκλήσει |
|
Στην παθητική φωνή, συχνότερη είναι η χρήση τύπων από το τσιγκλίζω
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσιγκλιέμαι | τσιγκλιόμουν(α) | θα τσιγκλιέμαι | να τσιγκλιέμαι | ||
β' ενικ. | τσιγκλιέσαι | τσιγκλιόσουν(α) | θα τσιγκλιέσαι | να τσιγκλιέσαι | ||
γ' ενικ. | τσιγκλιέται | τσιγκλιόταν(ε) | θα τσιγκλιέται | να τσιγκλιέται | ||
α' πληθ. | τσιγκλιόμαστε | τσιγκλιόμαστε τσιγκλιόμασταν |
θα τσιγκλιόμαστε | να τσιγκλιόμαστε | ||
β' πληθ. | τσιγκλιέστε | τσιγκλιόσαστε τσιγκλιόσασταν |
θα τσιγκλιέστε | να τσιγκλιέστε | τσιγκλιέστε | |
γ' πληθ. | τσιγκλιούνται | τσιγκλιόνταν(ε) τσιγκλιούνταν τσιγκλιόντουσαν |
θα τσιγκλιούνται | να τσιγκλιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσιγκλήθηκα | θα τσιγκληθώ | να τσιγκληθώ | τσιγκληθεί | ||
β' ενικ. | τσιγκλήθηκες | θα τσιγκληθείς | να τσιγκληθείς | τσιγκλήσου | ||
γ' ενικ. | τσιγκλήθηκε | θα τσιγκληθεί | να τσιγκληθεί | |||
α' πληθ. | τσιγκληθήκαμε | θα τσιγκληθούμε | να τσιγκληθούμε | |||
β' πληθ. | τσιγκληθήκατε | θα τσιγκληθείτε | να τσιγκληθείτε | τσιγκληθείτε | ||
γ' πληθ. | τσιγκλήθηκαν τσιγκληθήκαν(ε) |
θα τσιγκληθούν(ε) | να τσιγκληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τσιγκληθεί | είχα τσιγκληθεί | θα έχω τσιγκληθεί | να έχω τσιγκληθεί | τσιγκλημένος | |
β' ενικ. | έχεις τσιγκληθεί | είχες τσιγκληθεί | θα έχεις τσιγκληθεί | να έχεις τσιγκληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τσιγκληθεί | είχε τσιγκληθεί | θα έχει τσιγκληθεί | να έχει τσιγκληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τσιγκληθεί | είχαμε τσιγκληθεί | θα έχουμε τσιγκληθεί | να έχουμε τσιγκληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τσιγκληθεί | είχατε τσιγκληθεί | θα έχετε τσιγκληθεί | να έχετε τσιγκληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τσιγκληθεί | είχαν τσιγκληθεί | θα έχουν τσιγκληθεί | να έχουν τσιγκληθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τσιγκλημένος - είμαστε, είστε, είναι τσιγκλημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τσιγκλημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τσιγκλημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τσιγκλημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τσιγκλημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τσιγκλημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τσιγκλημένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τσιγκλώ, τσιγκλάω, τσιγκλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (συντάκτης ετυμολογιών, ο Ευάγγελος Πετρούνιας)
- ↑ «τσιγκλώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Σημείωση του επιμελητή: Αναθεωρημένη ετυμολογία και ορθογραφία του Λεξικού του 2002. - ↑ Συχνότερα ο τύπος τσιγκλίστηκα από το τσιγκλίζω
- ↑ Συχνότερος ο τύπος τσιγκλισμένος από το τσιγκλίζω
- ↑ Με παθητική φωνή, στο: Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998) (λήμμα «τσυγκλώ» - αναθεωρημένη γραφή «τσιγκλώ» σε κατοπινά λεξικά)
- ↑ Δεν συνηθίζεται η κλίση σε -ώ. Χωρίς παθητική φωνή, στο: Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).