κεντρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεντρίζω < αρχαία ελληνική κεντρίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]κεντρίζω
- χτυπάω ή τρυπάω με κεντρί
- μπολιάζω, σχίζω ένα τμήμα φυτού και τοποθετώ μέσα σε αυτό μπόλι
- (μεταφορικά) ερεθίζω, παρακινώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κεντρίζω | κέντριζα | θα κεντρίζω | να κεντρίζω | κεντρίζοντας | |
β' ενικ. | κεντρίζεις | κέντριζες | θα κεντρίζεις | να κεντρίζεις | κέντριζε | |
γ' ενικ. | κεντρίζει | κέντριζε | θα κεντρίζει | να κεντρίζει | ||
α' πληθ. | κεντρίζουμε | κεντρίζαμε | θα κεντρίζουμε | να κεντρίζουμε | ||
β' πληθ. | κεντρίζετε | κεντρίζατε | θα κεντρίζετε | να κεντρίζετε | κεντρίζετε | |
γ' πληθ. | κεντρίζουν(ε) | κέντριζαν κεντρίζαν(ε) |
θα κεντρίζουν(ε) | να κεντρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κέντρισα | θα κεντρίσω | να κεντρίσω | κεντρίσει | ||
β' ενικ. | κέντρισες | θα κεντρίσεις | να κεντρίσεις | κέντρισε | ||
γ' ενικ. | κέντρισε | θα κεντρίσει | να κεντρίσει | |||
α' πληθ. | κεντρίσαμε | θα κεντρίσουμε | να κεντρίσουμε | |||
β' πληθ. | κεντρίσατε | θα κεντρίσετε | να κεντρίσετε | κεντρίστε | ||
γ' πληθ. | κέντρισαν κεντρίσαν(ε) |
θα κεντρίσουν(ε) | να κεντρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κεντρίσει | είχα κεντρίσει | θα έχω κεντρίσει | να έχω κεντρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κεντρίσει | είχες κεντρίσει | θα έχεις κεντρίσει | να έχεις κεντρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κεντρίσει | είχε κεντρίσει | θα έχει κεντρίσει | να έχει κεντρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κεντρίσει | είχαμε κεντρίσει | θα έχουμε κεντρίσει | να έχουμε κεντρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κεντρίσει | είχατε κεντρίσει | θα έχετε κεντρίσει | να έχετε κεντρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κεντρίσει | είχαν κεντρίσει | θα έχουν κεντρίσει | να έχουν κεντρίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεντρίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κεντρίζω
- χτυπάω ή τρυπάω με κεντρί, κεντρίζω
- (μεταφορικά) παρακινώ
- εμβολίζω