prod
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρήμα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
prod
prods
prod
(en)
→
ζητούμενο λήμμα
Ρήμα
ενεστώτας
prod
γ΄ ενικό ενεστώτα
prods
αόριστος
prodded
παθητική μετοχή
prodded
ενεργητική μετοχή
prodding
prod
(en)
τσιγκλάω
,
κεντρίζω
, χτυπώ ζώο με αντικείμενο που έχει αιχμηρή άκρη
σκουντώ
⮡
He
prodded
the donkey with a stick.
Σκούντησε
το γάϊδαρο με ένα ξύλο.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
nudge
(
μεταφορικά
)
προκαλώ
κάποιον
Πηγές
prod (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
prod (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Ζητούμενα λήμματα (αγγλικά)
Ρήματα (αγγλικά)
Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
Μεταφορικοί όροι (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
English
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
Oromoo
Polski
Русский
Sicilianu
Simple English
Slovenščina
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
Volapük
中文