παύση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
|||
(7 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'λύση'}} |
{{el-κλίσ-'λύση'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|παῦσις}} < {{λ|παύω|grc}} |
||
[[Αρχείο:Rest Notations (PSF).png|μικρογραφία|Μουσικές '''παύσεις'''.]] |
|||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|ˈpaf.si |
{{ΔΦΑ|el|ˈpaf.si}} |
||
:{{συλλ|παύ|ση}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# η [[διακοπή]], το [[σταμάτημα]] μιας |
# η [[διακοπή]], το [[σταμάτημα]] μιας [[ενέργεια]]ς |
||
# {{ειδικ}} η διακοπή της [[ομιλία]]ς |
# {{ετ|ειδικ}} η [[διακοπή]] της [[ομιλία]]ς |
||
# {{ |
# {{ετ|μουσική}} [[φθογγόσημο]] που δηλώνει ότι για ορισμένο [[χρόνο]] δεν ακούγεται καμία [[νότα]] |
||
# {{παρωχ}} '' |
# {{ετ|παρωχ}} ''[[παύσεις]]'': οι σχολικές [[διακοπές]] |
||
===={{μορφές}}==== |
|||
* [[πάψη]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* |
* {{βλ|παύω}} |
||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
Γραμμή 47: | Γραμμή 51: | ||
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-μέση}} |
|||
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
Τελευταία αναθεώρηση της 06:24, 13 Δεκεμβρίου 2023
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παύση | οι | παύσεις |
γενική | της | παύσης* | των | παύσεων |
αιτιατική | την | παύση | τις | παύσεις |
κλητική | παύση | παύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παύση < αρχαία ελληνική παῦσις < παύω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpaf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παύ‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παύση θηλυκό
- η διακοπή, το σταμάτημα μιας ενέργειας
- (ειδικότερα) η διακοπή της ομιλίας
- (μουσική) φθογγόσημο που δηλώνει ότι για ορισμένο χρόνο δεν ακούγεται καμία νότα
- (παρωχημένο) παύσεις: οι σχολικές διακοπές
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη παύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)