pause

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pause pauses

pause (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
ενεστώτας pause
γ΄ ενικό ενεστώτα pauses
αόριστος paused
παθητική μετοχή paused
ενεργητική μετοχή pausing

pause (en)

  1. (αμετάβατο) διακόπτω, σταματάω, κοντοστέκομαι, σταματώ να μιλάω ή να κάνω κάτι προσωρινά πριν συνεχίσω
    ⮡  He paused his studies but he’s thinking about continuing with them.
    Διέκοψε τις σπουδές του αλλά σκέπτεται να τις συνεχίσει.
    ⮡  He paused for a moment, looked at the audience and continued.
    Σταμάτησε για λίγο, κοίταξε το ακροατήριο και συνέχισε.
    ⮡  She paused for a moment and greeted her.
    Κοντοστάθηκε μια στιγμή και τη χαιρέτησε.
  2. (μεταβατικό) πατάω παύση για να σταματήσω ένα βίντεο κτλ. για λίγο
    ⮡  She paused the movie to go and answer the door.
    Πάτησε παύση στην ταινία για να πάει να ανοίξει την πόρτα.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pause pauses

pause (fr) θηλυκό

  1. η παύση
  2. η ανάπαυλα
  3. το διάλειμμα
  4. (ειδικότερα) (μουσική) η παύση ολόκληρου

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]