Evangelia C. Panou
Mεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Σπούδασε Φυσική (2006) στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών σε Περιβαλλοντικά θέματα και Ανάπτυξη (2008, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο) καθώς και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην Πυρηνική και Σωματιδιακή Φυσική (2010, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών). Η διατριβή της (2016, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) επικεντρώνεται στις εφαρμοσμένες επιστήμες στις ελληνικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες (η περίπτωση του ωρολογίου του Ανδρόνικου Κυρρήστου και τα ελληνορωμαϊκά ηλιακά ρολόγια) καθώς και σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες βασισμένες στη διερευνητική μάθηση με τη χρήση νέων τεχνολογιών μέσω της STEAM Εκπαίδευσης. Από το 2008 εργάζεται ως καθηγήτρια Φυσικών Επιστημών σε ελληνικά δημόσια σχολεία, ενώ από το 2016 συμμετέχει ως ερευνήτρια σε Ευρωπαϊκά Έργα που αφορούν θέματα εκπαίδευσης STEM-STEAM και πολιτιστικής κληρονομιάς. Τα τελευταία τρία χρόνια εργάζεται ως εκπαιδευτικό προσωπικό μερικής απασχόλησης στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Τα ενδιαφέροντά της επικεντρώνονται στο διεπιστημονικό ερευνητικό πεδίο των εφαρμοσμένων επιστημών στην πολιτιστική κληρονομιά και στο ερευνητικό πεδίο της διδασκαλίας των επιστημών μέσω της τέχνης (εκπαίδευση STEAM). Η δουλειά της έχει δημοσιευτεί σε περιοδικά με κριτές και έχει παρουσιαστεί σε εθνικά και διεθνή συνέδρια (ORCID: https://orcid.org/0000-0002-1078-0579). Έχει καλή γνώση Αγγλικών και Γαλλικών και μέτρια γνώση τουρκικών και κινεζικών.
Post-doctoral fellow in the Department of Conservation of Antiquities and Works of Art, University of West Attica, Greece. She has studied Physics (2006) at the National Kapodistrian University of Athens, Greece. She holds a master's degree in Environmental issues and Development (2008, National Technical University of Athens) and a master's degree in Nuclear and Particle Physics (2010, National Kapodistrian University of Athens) as well. Her thesis (2016, National Kapodistrian University of Athens) is focused on applied sciences in Greek and Roman antiquities (the case of the Horologion of Andronikos of Kyrros and Greco-Roman sundials) and on educational activities based on inquiring-based learning with technology-enhanced learning methods in STEAM Education. Since 2008, she has been working as science teacher in Greek public schools, whereas since 2016, she has been involved as researcher in European Projects concerning STEM-STEAM education and cultural heritage issues. Over the last three years, she has been working as a part-time lecturer in the University of West Attica, Greece. Her interests focus on the multidisciplinary research field of applied sciences to cultural heritage and on the research field of teaching science through art (STEAM education). Her work has been published in several peer-review journals and has been presented in conferences (ORCID: https://orcid.org/0000-0002-1078-0579). She has a good knowledge of English and French and a moderate knowledge of the Turkish and Chinese, whereas her mother tongue is Greek.
Post-doctoral fellow in the Department of Conservation of Antiquities and Works of Art, University of West Attica, Greece. She has studied Physics (2006) at the National Kapodistrian University of Athens, Greece. She holds a master's degree in Environmental issues and Development (2008, National Technical University of Athens) and a master's degree in Nuclear and Particle Physics (2010, National Kapodistrian University of Athens) as well. Her thesis (2016, National Kapodistrian University of Athens) is focused on applied sciences in Greek and Roman antiquities (the case of the Horologion of Andronikos of Kyrros and Greco-Roman sundials) and on educational activities based on inquiring-based learning with technology-enhanced learning methods in STEAM Education. Since 2008, she has been working as science teacher in Greek public schools, whereas since 2016, she has been involved as researcher in European Projects concerning STEM-STEAM education and cultural heritage issues. Over the last three years, she has been working as a part-time lecturer in the University of West Attica, Greece. Her interests focus on the multidisciplinary research field of applied sciences to cultural heritage and on the research field of teaching science through art (STEAM education). Her work has been published in several peer-review journals and has been presented in conferences (ORCID: https://orcid.org/0000-0002-1078-0579). She has a good knowledge of English and French and a moderate knowledge of the Turkish and Chinese, whereas her mother tongue is Greek.
less
InterestsView All (26)
Uploads
Talks by Evangelia C. Panou
Papers by Evangelia C. Panou
Από μετρήσεις των γεωμετρικών τους διαστάσεων, υπολογίζονται χαρακτηριστικές παράμετροι του ηλιακού ρολογιού, όπως η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του άξονα του κώνου και του γεννήτορα, το γεωγραφικό πλάτος του τόπου και το μήκος του γνώμονα.
The great astronomer and natural philosopher Claudius Ptolemy in his treatise, Almagest, introduced the “first” and “second small parts” as time units for small time intervals, without naming them “minutes” and “seconds”. His time calculations derived from the geometric data of the dimension of space. However, the accuracy of ancient astronomical instruments was not more than 1 minute.
The geometrical dimensions of this sundial are elaborately measured and calculations of its characteristic parameters, such as the angle formed between the cone’s axis and the generatrix, the gnomon’s length and the geographical latitude of operation, have been made.
Abstract
The Almagest is a 2nd-century treatise written in Greek by the great astronomer and natural philosopher Claudius Ptolemy. It is a source of astronomical and mathematical knowledge, studied even today. In the first book of the treatise, information of the shape, the magnitude and the movements of celestial bodies is given. Movements of specific celestial bodies, such as the Sun and the Moon, are related to the measurement of time. Time as a quantity is measured by precise instruments and time measurements are verified through theorems of plane and spherical trigonometry. Time for Ptolemy is a physical quantity, accurately calculated from the geometric data of the dimension of space.
Περίληψη
Το έργο Μαθηματική Σύνταξις του μεγάλου αστρονόμου και φυσικού φιλοσόφου του 2ου αιώνα μ.Χ. Κλαυδίου Πτολεμαίου αποτέλεσε πηγή αστρονομικών γνώσεων και εξακολουθεί να μελετάται ακόμη και σήμερα. Στο α΄ βιβλίο του έργου, τα στοιχεία που αφορούν στη μέτρηση του χρόνου συνδυάζονται με τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων. Το μέγεθος του χρόνου μετράται με ακριβή όργανα και οι μετρήσεις επαληθεύονται θεωρητικά μέσω θεωρημάτων της επίπεδης και της σφαιρικής τριγωνομετρίας. Ο χρόνος για τον Πτολεμαίο είναι ένα φυσικό μέγεθος που υπολογίζεται με ακρίβεια από τα γεωμετρικά στοιχεία του χώρου.
Περίληψη
Η έννοια του χρόνου προβλημάτισε έντονα τον άνθρωπο από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του. Η σημαντικότερη δυσκολία για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του χρόνου ήταν η θεμελιώδης φύση αυτής της έννοιας, αφού όσο πιο θεμελιώδης είναι μια έννοια τόσο πιο δύσκολα ορίζεται. Ο άνθρωπος συνδύασε την έννοια του χρόνου με την περιοδική κίνηση των ουράνιων σωμάτων και τον θεοποίησε. Ο χρόνος στην αρχαία ελληνική μυθολογία εκπροσωπούταν μέσω της θεότητας της Αιωνιότητας και χρησιμοποιούταν ως υποκατάστατο του θεού Κρόνου (Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος). Αυτή η μυθολογική παράσταση του χρόνου εγκαταλείπεται με την έναρξη της φιλοσοφικής έρευνας. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι διατύπωσαν αξιόλογες φιλοσοφικές θεωρίες για την προέλευση, την υπόσταση και τον τρόπο μέτρησης του χρόνου. Μερικοί από τους πολλούς αρχαίους φιλοσόφους, που ασχολήθηκαν με την έννοια του χρόνου ήταν: ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος (610 π.Χ.-547 π.Χ.), ο Πυθαγόρας (580-572 π.Χ.), ο Μέλισσος (5ος π.Χ. αιώνας), ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (495-435 π.Χ.), ο Πλάτων (427-347 π.Χ.), ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.). Σημαντικές θεωρίες περί χρόνου διατυπώθηκαν στην συνέχεια από τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλωτίνο (205-270 μ.Χ.) και τον Άγιο Αυγουστίνο (354-430 μ.Χ.). Ακολούθησαν επινοήσεις μονάδων μέτρησης του χρόνου και κατασκευές αστρονομικών οργάνων. Το μέγεθος του χρόνου μετρήθηκε ακόμη και με ακρίβεια της τάξης του ενός λεπτού, χάρη της ανάπτυξης της επιστήμης των μαθηματικών και πιο συγκεκριμένα του κλάδου της γεωμετρίας. Η πρώτη μονάδα μέτρησης του χρόνου ήταν το ηλιακό ημερονύκτιο, μονάδα που προέκυψε από την περιοδική εμφάνιση και απουσία του Ηλίου στον ορίζοντα. Άλλες μονάδες μέτρησης του χρόνου ήταν: η μέρα, η νύκτα, η ημερήσια ώρα, η νυκτερινή ώρα, οι άνισες εποχιακές ώρες, ο σεληνιακός ή συνοδικός μήνας, το σεληνιακό τέταρτο, οι «κλιματολογικές εποχές», το τροπικό έτος, η αστρική ημέρα και το αστρικό έτος. Τα πρώτα αστρονομικά όργανα των αρχαίων Ελλήνων αστρονόμων ήταν ο γνώμονας, το ηλιακό ρολόι και η κλεψύδρα. Η ακρίβεια μέτρησης του χρόνου στην αρχαία Ελλάδα ήταν γενικότερα της τάξης μερικών πρώτων λεπτών των εποχιακών ωρών, ενώ οι λέξεις «πρώτα λεπτά» της ώρας και «δεύτερα λεπτά ή δευτερόλεπτα» δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Μεγαλύτερης ακρίβειας μετρήσεις πραγματοποίησε ο μεγάλος αστρονόμος του 2ου αιώνα Κλαύδιος Πτολεμαίος. Παρ’ όλα αυτά δεν ανέφερε ως χρονικές μονάδες μέτρησης τα πρώτα λεπτά ή δευτερόλεπτα, αλλά τα πρώτα και δεύτερα λεπτά τόξου του κύκλου, χωρίζοντας την ώρα και τη μοίρα σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε πρώτο λεπτό σε 60 δεύτερα. Οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί συσχέτισαν την έννοια του χρόνου με την έκδηλη κίνηση στον χώρο και θεώρησαν ότι ο χρόνος εξελισσόταν ευθύγραμμα και προσανατολισμένα χωρίς να ήταν αναστρέψιμος. Ακόμη διέκριναν τον αντικειμενικό μη απόλυτα μετρήσιμο χρόνο και τον εικονικό χρόνο που επιδεχόταν μέτρηση. Αυτές οι διατυπώσεις δείχνουν ότι στην ελληνική αρχαιότητα δεν υπήρχε μόνο η αίσθηση της μέτρησης του χρόνου ως φυσικό μέγεθος, αλλά και η αίσθηση του σχετικιστικού χωροχρόνου και του βέλους του χρόνου, έννοιες που αναπτύχθηκαν δύο χιλιετίες αργότερα υποστηριζόμενες από μαθηματικό φορμαλισμό.
PHILOSOPHICAL INTERPRETATIONS OF MEASUREMENT OF TIME IN ANCIENT GREECE
Summary
Humanity has conceived the concept of time since the beginning of his existence. However, he had difficulties in identifying and measuring the time due to its fundamental nature. This was obvious since the more fundamental a concept is the more difficult it is to be defined. People combined the concept of time with the periodic motion of the celestial bodies. Time (χρόνος in greek) in ancient greek mythology was represented by the deity of Eternity and used as a substitute for the god Saturn (Κρόνος in greek). This mythological representation of time was abandoned when the philosophical inquiry started. The ancient greek philosophers formulated significant philosophical theories about the origin of time. Many ancient philosophers dealt with the concept of time i.e.: Anaximander of Miletus (610-547 B.C.), Pythagoras (580-572 B.C.), Melissos (5th century B.C.), Empedocles (495-435 B.C.), Plato (427-347 B.C.), Aristotle (384-322 B.C.). Many years later the neo-platonic philosopher Plotinus (205-270 A.D.) and St. Augustine (354-430 A.D.) proposed theories about time. It should be mentioned that many time measurement units were invented and many astronomical instruments were constructed. Ancient astronomers managed to measure time with the accuracy of about one minute, thanks to the development of science of mathematics and more specifically of geometry. The first time unit established was the day-and-night period, as a result of the periodic appearance and absence of the Sun on the horizon. Other units of time measurement were: the day time period, the night time period, the during of the day hour, the during of the night hour, the uneven seasonal hours, the lunar or synodic month, the quarter of the lunar month, the «climatologic seasons», the tropical year, the sidereal day and the sidereal year. The first astronomical instruments of the ancient greek astronomers were the gnomon, the sundial and the clepsydrae. In ancient Greece, time was measured with accuracy of a few minutes of the first seasonal hours. Claudius Ptolemy was the first to define and name the minutes and seconds, during the 2nd century A.D. He subdivided both the hour and the degree into 60 «first minute parts» (minutes) and each «first minute part» into 60 «second minute parts» (seconds), according to the sexagesimal system that was traditionally in use during that period. The ancient greek astronomers connected the concept of time with the apparent motion in space and asserted, that time is progressed straight and oriented without being reversible. They distinguished the objecting, not absolute measurable time, to the virtual measurable time. These theories show that in greek antiquity it was believed that time is not only considered as a physical quantity. Theories embodied the sense of relativistic space-time and the arrow of time, concepts which have been developed two millennia later, supported by mathematical formalism.
INTERPRÉTATIONS PHILOSOPHIQUES DE MESURE DU TEMPS DANS LA GRÈCE ANTIQUE
Résumé
L’humanité a conçu la notion du temps depuis le début de son existence. Cependant, il y a eu des difficultés à identifier et à mesurer le temps en raison de sa nature fondamentale. Cela était évident parce que le plus fondamental une notion est, le plus difficile il est à définir. Les gens ont associé la notion du temps avec le mouvement périodique des corps célestes. Le temps (χρόνος en grec), dans la mythologie grecque antique est représenté par la divinité de l’Éternité et est utilisé comme un substitut pour le dieu Saturne (Κρόνος en grec). Cette représentation mythologique du temps a été abandonnée lorsque l’enquête philosophique avait commencé. Les philosophes anciens grecs ont formulé d’importantes théories philosophiques sur l’origine, le statut et le mode de mesure du temps. De nombreux anciens philosophes ont étudié la notion du temps: à savoir Anaximandre de Milet (610-547 av. J.-C.), Pythagore (580-572 av. J.-C.), Melissos (Ve siècle av. J.-C.), Empédocle (495-435 av. J.-C.), Platon (427-347 av. J.-C.) et Aristote (384-322 av. J.-C.). Nombreuses années plus tard, le philosophe néo-platonicien Plotin (205-270) et Saint Augustin (354-430) ont proposé des théories sur le temps. Il convient de mentionner que de nombreuses unités de mesure du temps ont été inventées et de nombreux instruments astronomiques ont été construits. Les astronomes anciens ont réussi à mesurer le temps avec une précision d’environ une minute, grâce au développement de la science des mathématiques et plus particulièrement de la géométrie. La première unité de mesure du temps était période jour-nuit, à la suite de l’apparition périodique et l’absence du Soleil sur l’horizon. Les autres unités de mesure du temps ont été: le jour, la nuit, l’heure de jour, l’heure de nuit, les heures saisonnières qui n’avaient pas la même durée, le mois synodique ou lunaire, le quart du mois synodique ou lunaire, les «saisons climatiques», l’année tropique, le jour sidéral et l’année sidérale. Les premiers instruments astronomiques des astronomes grecs anciens étaient le gnomon, le cadran solaire et la clepsydre. En Grèce, les anciens ont mesuré le temps avec une précision de quelques minutes des premières heures saisonnières. Claude Ptolémée, le grand astronome du IIe siècle, a défini et a nommé les minutes et les secondes. Il a subdivisé l’heure et le degré en 60 «premières minutes-parties» (minutes) et chaque «première minute-partie» en 60 «secondes minutes-patries» (secondes), selon le système sexagésimal qui a été traditionnellement utilisé au cours de cette période. Les astronomes grecs anciens ont relié la notion du temps avec le mouvement apparent dans l’espace et ont affirmé que le temps avançait tout droit sans êtres réversible. En plus, ils ont discerné le temps objectif, pas absolument mesurable, au temps virtuel qui pourrait être mesuré. Ces théories montrent que dans l’antiquité grecque, le temps n’était pas seulement considéré comme une quantité physique mais comme le sens de l’espace-temps relativiste et la flèche du temps, concepts qui ont été développés deux millénaires plus tard, soutenu par le formalisme mathématique.
"
The aim of the thesis is to establish the methods of measuring time with ancient astronomical instruments and to determine their manufacturing accuracy. Conclusions were drawn from both the study of the work of ancient Greek astronomers (Aratus, Hipparchus, Claudius Ptolemy) and by in situ measurements taken after elaborately study of ancient marble sundials kept in the National Archaeological Museum, the Epigraphical Museum, the Stoa of Attalos in the Ancient Agora of Athens and the Archaeological Museum of Piraeus. The study was extended to the most important astronomical monument of Athens, the Horologion of Andronikos Kyrrhestes in the Roman Agora, also known as the Tower of Winds. From the geometrical characteristics of the planar sundials of different orientations which are engraved in the upper external part of the octagonal building conclusions were drawn for their manufacturing accuracy and the optimal place where their gnomons should be set in order to operate accurately at the geographical latitude of Athens. Finally there were proposed educational activities for teachers interested in teaching topics related to ancient Greek sundials and other astronomical issues to students of Primary and Secondary Education (K-12 Educational System) based on inquiring based learning (IBL). An integrated educational proposal was performed entitled "The sundials of the Tower of the Winds" and other educational activities were also proposed so as students to become familiar with the research procedures, the terms and notions of astronomical knowledge through education.
Ο ανιχνευτής Micromegas είναι ανιχνευτής αερίου και αποτελεί ιστορική εξέλιξη του θαλάμου ιονισμού. Πρωτοεμφανίστηκε το 1996 και χρησιμοποιήθηκε σε υψηλοενεργειακές εφαρμογές ανίχνευσης τροχιών φορτισμένων σωματιδίων.
Η κατασκευή του βασίζεται στην Τεχνολογία Printed Circuit Board (PCB) και το κόστος του είναι ιδιαίτερα χαμηλό (δυνατότητα κατασκευής ανιχνευτών μεγάλης επιφάνειας). Επιπροσθέτως, χαρακτηρίζεται και από καλή χωρική, χρονική διακριτική ικανότητα και απόδοση.
Οι ανιχνευτές Micromegas σύμφωνα με το R&D Project είναι υποψήφιοι για να αντικαταστήσουν μεγάλης επιφάνειας ανιχνευτές του φασματόμετρου μιονίων του πειράματος ATLAS.
Στην εργασία αυτή γίνεται αναφορά στους ανιχνευτές αερίου (Κεφάλαιο Ι), στον ανιχνευτή του πειράματος ATLAS, στους ανιχνευτές του φασματόμετρου μιονίων του ιδίου πειράματος, στο R & D Project, στη διάταξη της δοκιμαστικής δέσμης (Test Beam Set up 2008) (Κεφάλαιο ΙΙ), καθώς και μια εκτενής αναφορά στα χαρακτηριστικά των ανιχνευτών Micromegas (Κεφάλαιο ΙΙΙ).
Τέλος (Κεφάλαιο ΙV), ακολουθεί η ανάλυση των δεδομένων της δοκιμαστικής δέσμης και μελετάται η συμπεριφορά του συλλεγόμενου φορτίου στην άνοδο του ανιχνευτή, της χωρικής διακριτικής ικανότητας και της απόδοσης του ανιχνευτή για διάφορες τιμές των εφαρμοζόμενων τάσεων-πεδίων, για διάφορα αέρια και για διαφορετικό εύρος του pitch της ανόδου του ανιχνευτή.
Από τη μελέτη της συμπεριφοράς των ανωτέρω μεγεθών προτάθηκαν τιμές για την τάση του πλέγματος του ανιχνευτή και το λόγο των εφαρμοζόμενων πεδίων, ώστε να επιτυγχάνεται ικανοποιητική λειτουργία του ανιχνευτή Micromegas.
"
Η μελέτη της πτυχιακής εργασίας διακρίνεται σε δύο μέρη: το θεωρητικό και το πειραματικό. Το πρώτο αναφέρεται σε μια γενική θεωρητική προσέγγιση του θέματος, ενώ το δεύτερο στη λήψη και την επεξεργασίας των μετρήσεων.
Στο θεωρητικό μέρος, μετά από μια πολύ συνοπτική αναφορά στη ραδιενέργεια περιβάλλοντος και στην προέλευση των φυσικών ραδιοϊσοτόπων, παρουσιάζονται τα γενικά χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες των ανιχνευτών ημιαγωγού, καθώς και η δράση των ιονιζουσών ακτινοβολιών σ' αυτούς. Επιπροσθέτως, έγινε περιγραφή του ανιχνευτή υπερκάθαρου γερμανίου (HPGe) και ορίστηκαν και μερικά από τα βασικά μεγέθη που απαντώνται σε αυτήν την κατηγορία ανιχνευτικών συστημάτων.
Στα πλαίσια του πειραματικού μέρους της εργασίας, έγινε βαθμονόμηση της ενεργειακής απόδοσης του ανιχνευτή υπερκάθαρου γερμανίου (HPGe) που βρίσκεται στο Εργαστήριο Ραδιενέργειας Περιβάλλοντος (με καπάκι και χωρίς καπάκι) με τη χρήση πρότυπης πηγής 152Eu . Στη συνέχεια, μελετήθηκε η ενεργειακή απόδοση του ανιχνευτή και στις δύο περιπτώσεις και πραγματοποιήθηκε η εξαγωγή των πολυωνυμικών σχέσεων ενεργειακής απόδοσης για διάφορες γωνίες. Η εξαγωγή των σχέσεων αυτών είναι αναγκαία, προκειμένου να υπολογιστεί η απόδοση του συγκεκριμένου ανιχνευτή και οι ενέργειες φωτονίων που δεν συμπεριλαμβάνονται στα αρχικά δεδομένα. Έτσι µε τον τρόπο αυτό μπορεί να μελετηθεί όλο το φάσμα ενεργειών για μια πηγή. Τέλος, αφού βαθμονομήθηκε ο ανιχνευτής, μελετήθηκε η ικανότητά του να μετράει φυσική ραδιενέργεια σε περιβαλλοντικά δείγματα που προέρχονται από in-situ μετρήσεις και έγινε μια πλήρης ανάλυση κάποιων φασμάτων προκειμένου να προσδιοριστεί η ενεργότητα φυσικών ραδιοϊσοτόπων στα περιβαλλοντικά αυτά δείγματα.
Πιο συγκεκριμένα, η διπλωματική εργασία χωρίζεται σε δυο μεγάλα τμήματα. Το πρώτο περιλαμβάνει μερικά εισαγωγικά στοιχεία σχετικά με το πλημμυρικό καθεστώς και τις νομοθετικές ρυθμίσεις σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο, ενώ το δεύτερο αναφέρεται στην εφαρμογή αυτών των νομοθετικών ρυθμίσεων στην λεκάνη απορροής του ποταμού Πηνειού Θεσσαλίας.
Στο πρώτο κεφάλαιο, γίνεται μια εισαγωγή στο πλημμυρικό φαινόμενο και στην ανάγκη της πλημμυρικής προστασίας μέσω κατασκευαστικών και μη κατασκευαστικών μέτρων.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η Οδηγία Πλαίσιο 2000/60 για τα Νερά, καθώς και οι αντίστοιχοι νόμοι με τους οποίους εφαρμόζεται η Οδηγία αυτή στην Ελλάδα. Τονίζονται τα πιο σημαντικά σημεία τόσο της Οδηγίας Πλαίσιο όσο και της ελληνικής νομοθεσίας που πρέπει να αξιοποιηθούν για την ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτων. Παρατίθενται επίσης και το χρονοδιάγραμμα εργασιών, γίνεται συνοπτική αναφορά στην ελληνική πραγματικότητα καθώς και στην συμμετοχή των φορέων για την υλοποίηση των νομοθετικών ρυθμίσεων.
Στο τρίτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται οι υδατικοί πόροι της Ελλάδας, τα Υδατικά Διαμερίσματα, καθώς και το υφιστάμενο πλαίσιο διαχείρισης τους. Το Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας παρουσιάζεται πιο αναλυτικά, αφού είναι το υδατικό διαμέρισμα στο οποίο ανήκει ο Πηνειός. Κατόπιν, γίνεται αναφορά στην διοικητική δομή της Διεύθυνσης Υδάτων της Περιφέρειας Θεσσαλίας.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται ιστορικά στοιχεία-χαρακτηριστικά του Πηνειού και γίνεται εκτενής αναφορά στην πιλοτική μελέτη της συγκεκριμένης λεκάνης απορροής. Παρουσιάζονται τα χρονοδιαγράμματα υλοποίησης των Πιλοτικών Μελετών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και το αντίστοιχο για την περίπτωση του Πηνειού.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, περιγράφεται η μεθοδολογία η οποία χρησιμοποιήθηκε για την μελέτη της λεκάνης απορροής του Πηνειού και στη συνέχεια ακολουθεί ανάλυση του ερωτηματολογίου. Τέλος, παρουσιάζονται γενικά συμπεράσματα, τα οποία προκύπτουν τόσο από το ερωτηματολόγιο, όσο και από τα δευτερογενή στοιχεία για την περίπτωση της λεκάνης απορροής του Πηνειού. Επίσης, παρουσιάζονται και γενικά συμπεράσματα και προτάσεις σχετικά με το βαθμό στον οποίο έχει εφαρμοστεί η Οδηγία στην Ελλάδα.
The aim of present work is the study and follow-up of the flood regime in Greece. Initially the flood regime is considered at a European level according to the Water Framework Directive 2000/60 and then the corresponding laws as well as the stage at which they have been implemented in Greece is reviewed. The existing legislative framework for floods in Greece is investigated regarding the degree of implementation. Furthermore, an application for integrated water resources management is conducted in the river basin of Pinios in Thessaly, which constitutes also the pilot basin of Greece in the Water Framework Directive.
More concretely, this work is separated in two parts. The first includes certain introductive elements with regard to the flood regime and the legislative regulations in European and national level, while the second refers to the implementation of WFD in the Pinios River basin.
The first chapter includes an introduction to floods and to the protection measures through constructional and not constructional methods.
In the second chapter the Water Framework Directive is presented, as well as the corresponding national laws of Greece. Also, the most important points for the implementation of integrated water resources management policies are stressed .
In the third chapter, the water resources in Greece, the different Water Districts as well as the present framework for water management are presented. Then, the Water District of Pinios River basin is comprehensively described.
In the fourth chapter, historical elements and characteristics of Pinios River are presented and the pilot study for this river basin is extensively analysed.
In the fifth chapter, the methodology which was used for the study of Pinios River basin is described and then the relevant results and conclusions are reported. Also, general conclusions on legislation concerning the flood regime in Greece are presented as well as the degree at which this has been implemented in the specific study area.