From Wiktionary, the free dictionary
From Ancient Greek ᾰ̓νᾰκρούω ( “ push back ” ) . Sense 1 since Hellenistic times. Morphologically, from ανα- + κρούω ( “ strike ” ) .
IPA (key ) : /anaˈkruo/
Hyphenation: α‧να‧κρού‧ω
ανακρούω • (anakroúo ) (past ανέκρουσα , passive ανακρούομαι )
( music ) to strike up , play ( especially a rousing piece )
H ορχήστρα ανέκρουσε τον εθνικό ύμνο. H orchístra anékrouse ton ethnikó ýmno. The orchestra played the national anthem.
( less common, used in active voice ) to back off , back out
( naval ) to reverse , go astern
in the formal set phrase : ανακρούω πρύμναν ( anakroúo prýmnan ) or ανακρούω πρύμνη ( anakroúo prýmni )
ανακρούω ανακρούομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ανακρούω
ανακρούσω
ανακρούομαι
ανακρουστώ , {ανακρουσθώ }1
2 sg
ανακρούεις
ανακρούσεις
ανακρούεσαι
ανακρουστείς , ανακρουσθείς
3 sg
ανακρούει
ανακρούσει
ανακρούεται
ανακρουστεί , ανακρουσθεί
1 pl
ανακρούουμε , [‑ομε ]
ανακρούσουμε , [‑ομε ]
ανακρουόμαστε
ανακρουστούμε , ανακρουσθούμε
2 pl
ανακρούετε
ανακρούσετε
ανακρούεστε , ανακρουόσαστε
ανακρουστείτε , ανακρουσθείτε
3 pl
ανακρούουν (ε )
ανακρούσουν (ε )
ανακρούονται
ανακρουστούν (ε ), ανακρουσθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ανέκρουα
ανέκρουσα
ανακρουόμουν (α )
ανακρούστηκα , {ανακρούσθηκα }1
2 sg
ανέκρουες
ανέκρουσες
ανακρουόσουν (α )
ανακρούστηκες , ανακρούσθηκες
3 sg
ανέκρουε
ανέκρουσε
ανακρουόταν (ε )
ανακρούστηκε , ανακρούσθηκε
1 pl
ανακρούαμε
ανακρούσαμε
ανακρουόμασταν , (‑όμαστε )
ανακρουστήκαμε , ανακρουσθήκαμε
2 pl
ανακρούατε
ανακρούσατε
ανακρουόσασταν , (‑όσαστε )
ανακρουστήκατε , ανακρουσθήκατε
3 pl
ανέκρουαν , ανακρούαν (ε )
ανέκρουσαν , ανακρούσαν (ε )
ανακρούονταν , (ανακρουόντουσαν )
ανακρούστηκαν , ανακρουστήκαν (ε ), ανακρούσθηκαν , ανακρουσθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ανακρούω ➤
θα ανακρούσω ➤
θα ανακρούομαι ➤
θα ανακρουστώ / ανακρουσθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ανακρούεις , …
θα ανακρούσεις , …
θα ανακρούεσαι , …
θα ανακρουστείς / ανακρουσθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ανακρούσει
έχω, έχεις, … ανακρουστεί / ανακρουσθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ανακρούσει
είχα, είχες, … ανακρουστεί / ανακρουσθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ανακρούσει
θα έχω, θα έχεις, … ανακρουστεί / ανακρουσθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ανάκρουε
ανάκρουσε
—
ανακρούσου
2 pl
ανακρούετε
ανακρούστε
ανακρούεστε
ανακρουστείτε , ανακρουσθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ανακρούοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ανακρούσει ➤
—
Nonfinite form➤
ανακρούσει
ανακρουστεί , ανακρουσθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Forms with -σθ - are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
ανάκρουση f ( anákrousi , “ performance of music; recoil, reversing ” )
ανάκρουσμα n ( anákrousma , “ performance of music; recoil, reversing ” )
προανάκρουσμα n ( proanákrousma , “ (literally: prelude) forerunner ” )
and see: κρούω ( kroúo , “ strike ” )