Category:Greek verb forms
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek verbs that are inflected to display grammatical relations other than the main form.
- Category:Greek participles: Greek verbal forms that behave syntactically like adjectives (or sometimes adverbs), and in some languages are often used in compound conjugations and/or reduced relative clauses.
Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Subcategories
This category has the following 3 subcategories, out of 3 total.
P
V
- Greek verb nonfinite forms (0 c, 168 e)
- Greek verb past tense forms (0 c, 3781 e)
Pages in category "Greek verb forms"
The following 200 pages are in this category, out of 6,767 total.
(previous page) (next page)Α
- αβάνιασα
- αβαντάρισα
- αβαντζάρισα
- αβαντσάρισα
- αβάρα
- αβάραρα
- αβάραρε
- αβαράριζα
- αβαράριζε
- αβαράρισα
- αβαράρισε
- αβασκάθηκα
- αβάσκανα
- αβγάτισα
- αβγατίστηκα
- αβγάτυνα
- αβγοκόπηκα
- αβγόκοψα
- αβδέλλιασα
- αβδελλιάστηκα
- αγάθεψα
- αγαθόφερνα
- αγαλλίασα
- αγανάκτησα
- αγανάχτησα
- αγανοΰφανα
- αγάνταρα
- αγάνταρε
- αγαντάριζα
- αγαντάριζε
- αγαντάρισα
- αγαντάρισε
- αγάπα
- αγαπά
- αγάπαγα
- αγαπηθεί
- αγαπήθηκα
- αγάπησα
- αγαπήσει
- αγαπιόμαστε
- αγάπισα
- αγαπούσα
- αγγαρευόμουν
- αγγαρεύτηκα
- αγγάρεψα
- άγγειλα
- αγγέλθηκα
- αγγελιάστηκα
- αγγελοθώρησα
- αγγελοκρούομε
- αγγελοκρούουμε
- αγγελόκρουσα
- αγγελοκρούστηκα
- αγγελόσκιαξα
- αγγελοσκιάχτηκα
- αγγίζει
- αγγίζομε
- αγγίζουμε
- άγγιξα
- άγγισα
- αγγίστηκα
- αγγίχτηκα
- αγγλοκρατήθηκα
- αγγλοποιήθηκα
- αγγλοποίησα
- αγγλοποιούμε
- αγγλόφερα
- αγγρίφισα
- άγιασα
- αγίασα
- αγιάσθηκα
- αγιάστηκα
- αγιογραφήθηκα
- αγιογράφησα
- αγιοκατέταξα
- αγιοποιήθηκα
- αγιοποίησα
- αγκαζάρισα
- αγκαζαρίστηκα
- αγκάλιασα
- αγκαλιάστηκα
- αγκιστρώθηκα
- αγκίστρωσα
- αγκιστρώσεις
- αγκομάχησα
- αγκομαχούσα
- αγκούσεψα
- αγκριώθηκα
- αγκρίωσα
- αγκυλώθηκα
- αγκύλωσα
- αγκυροβόλησα
- αγκώνιασα
- αγκωνιάστηκα
- αγλάισα
- αγλαΐστηκα
- αγνάντευε
- αγνάντεψα
- αγνάντεψε
- άγνισα
- αγνίστηκα
- αγνοήθηκα
- αγνόησα
- αγόραζα
- αγόρασα
- αγόρασε
- αγοράσει
- αγοράστηκα
- αγοράσω
- αγόρευσα
- αγορόφερνα
- αγουροξύπνησα
- αγουρόφερα
- άγρευσα
- αγριεύτηκα
- αγρίεψα
- αγρίκησα
- αγριοκοίταξα
- αγριοκοιτάχτηκα
- αγριομίλησα
- αγροίκησα
- αγρύπνησα
- αγχώθηκα
- άγχωσα
- αγωνιούσα
- αγωνίστηκα
- αγωρόφερνα
- άδειασα
- αδειάστηκα
- αδελφώθηκα
- αδέλφωσα
- αδερφώθηκα
- αδέρφωσα
- αδημονούσα
- αδιαθέτησα
- αδιαφόρησα
- αδικήθηκα
- αδίκησα
- αδικοπράγησα
- αδικούμε
- αδράνησα
- αδρανοποιήθηκα
- αδρανοποίησα
- άδραξα
- αδροπληρώθηκα
- αδροπλήρωσα
- αδυνάτισα
- αδυνατούσα
- αέρισα
- αερίστηκα
- αεροβατούσα
- αεροκοπάνισα
- αερολόγησα
- αεροποιήθηκα
- αεροποίησα
- αεροφωτογραφήθηκα
- αεροφωτογράφησα
- αεροφωτογραφήσεις
- αεροφωτογραφίζομε
- αεροφωτογραφίζουμε
- αεροφωτογράφισα
- αεροφωτογραφίσεις
- αεροφωτογραφίστηκα
- αεροφωτογραφούμε
- αηδίασα
- αηδονολάλησα
- αθετήθηκα
- αθέτησα
- αθλήθηκα
- αθλοθετήθηκα
- αθλοθέτησα
- άθροισα
- αθροίστηκα
- αθύμησα
- αθωώθηκα
- αθώωσα
- αιθεροβάτησα
- αιθρίασα
- αιματοκύλισα
- αιματοκυλίστηκα
- αιματώθηκα
- αιμάτωσα
- αιμορράγησα
- αιμορρόησα
- αισθάνεται
- αισθάνθηκα
- αισιοδοξούσα
- αισχροκέρδησα
- αισχύνθηκα
- αιτήθηκα
- αιτιολογήθηκα
- αιτιολόγησα
- αιτούσα
- αιφνιδίασα
- αιφνιδιάστηκα
- αιχμαλώτισα
- αιχμαλωτίστηκα
- αιωρήθηκα
- ακαμάτεψα
- ακινήτησα