τέμνουσα
Greek
editNoun
editτέμνουσα • (témnousa) f
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | τέμνουσα (témnousa) | τέμνουσες (témnouses) |
genitive | τέμνουσας (témnousas) | τεμνουσών (temnousón) |
accusative | τέμνουσα (témnousa) | τέμνουσες (témnouses) |
vocative | τέμνουσα (témnousa) | τέμνουσες (témnouses) |
See also
edit- τριγωνομετρικές συναρτήσεις (trigonometrikés synartíseis, “trigonometric functions”)
- ημ, ημίτονο n (im, imítono, “sin, sine”)
- συν, συνημίτονο n (syn, synimítono, “cos, cosine”)
- εφ, εφαπτομένη f (ef, efaptoméni, “tan, tangent”)
- σφ, συνεφαπτομένη f (sf, synefaptoméni, “cot, cotangent”)
- στεμ, συντέμνουσα f (stem, syntémnousa, “cosec, cosecant”)
- τεμ, τέμνουσα f (tem, témnousa, “sec, secant”)
Further reading
edit- Τριγωνομετρική συνάρτηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el