yarn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
yarn | yarns |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]yarn (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το νήμα πλεκτικής
- ⮡ I am spinning the wool to make it into yarn.
- Γνέθω το μαλλί για να το κάνω νήμα.
- ⮡ I am spinning the wool to make it into yarn.
- (ανεπίσημο) η ιστορία συνήθως υπερβολική