well

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός well
συγκριτικός better
υπερθετικός best

well (en)

  1. καλά, η υγεία μου είναι καλή
    ⮡  I am/I feel well.
    Είμαι/νιώθω καλά.
    ⮡  I hope you get well soon!
    Ελπίζω ότι σύντομα θα γίνεις καλά!
    ⮡  I have never felt better in my whole life.
    Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
     αντώνυμα: unwell
  2. (όχι πριν από το ουσιαστικό) καλά, καλός, σε καλή κατάσταση ή θέση
    ⮡  All is well here.
    Όλα πάνε καλά εδώ.
    ⮡  All is well that ends well.
    Τέλος καλό όλα καλά.
  3. (όχι πριν από το ουσιαστικό) καλά που/και, μια καλή ιδέα
    ⮡  It is just as well that I didn’t lend him money.
    Καλά που/Καλά και δεν τον δάνεισα τα χρήματα.
    ⮡  It was just as well that nobody saw you.
    Καλά που δεν σε είδε κανείς.

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός well
συγκριτικός better
υπερθετικός best

well (en)

  1. καλά, με καλό ή αποδεκτό τρόπο
    ⮡  He speaks English well.
    Μιλάει καλά αγγλικά.
    ⮡  She dresses well.
    Ντύνεται καλά.
    ⮡  They live well on his salary.
    Ζουν πολύ καλά με το μισθό του.
    ⮡  He is in Australia and I hear he is doing very well.
    Είναι στην Αυστραλία και μαθαίνω πάει πολύ καλά.
    ⮡  You’d do well to start early.
    Θα έκανες καλά να ξεκινήσεις νωρίς.
  2. καλά, απόλυτα και σωστά
    ⮡  Shake the bottle well!
    Κούνησε το μπουκάλι καλά!
    ⮡  If I remember well
    Αν θυμάμαι καλά
  3. πολύ, σε μεγάλο βαθμό
    ⮡  He was leaning well out of the window.
    Έσκυβε πολύ έξω από το παράθυρο.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

well (en)

  1. καλώς, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι αποδέχομαι ότι κάτι δεν μπορεί να αλλάξει
    ⮡  Well, in that case…
    Καλώς, σε τέτοια περίπτωση…
  2. καλά, χρησιμοποιείται για να συμφωνήσω με κάτι, μάλλον απρόθυμα
    ⮡  Well, I will go, if no one else can.
    Καλά, να πάω εγώ, αν δεν μπορεί να πάει κάποιος άλλος.
  3. λοιπόν, χρησιμοποιείται για να συνεχίσει μια συνομιλία μετά από ένα διάλειμμα
    ⮡  Well, as I was saying…
    Λοιπόν, όπως έλεγα…
     συνώνυμα: → δείτε το επιφώνημα look

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
well wells

well (en)

ενεστώτας well
γ΄ ενικό ενεστώτα wells
αόριστος welled
παθητική μετοχή welled
ενεργητική μετοχή welling

well (en)

  • (αμετάβατο) αναβλύζω, ανεβαίνει στην επιφάνεια κάτι και αρχίζει να ρέει
    ⮡  Tears welled up in her eyes.
    Δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της.