virgin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]virgin (en)
- παρθένος
- virgin forest, virgin olive oil - παρθένο δάσος, παρθένο ελαιόλαδο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]virgin (en)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]virgin (ro)