tall

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

tall < (κληρονομημένο) μέση αγγλική talle

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɔl/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /tɔːl/ (ΗΠΑ)

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός tall
συγκριτικός taller
υπερθετικός tallest

tall (en)

  1. (για άνθρωπο ή κτήριο) ψηλός
  2. (για διήγηση, λόγο) που δύσκολα γίνεται πιστευτός

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tall talls

tall (en)

  1. (για άνθρωπο ή κτήριο) ψηλός



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tall (sv)