stay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stay stays

stay (en)

  • η διαμονή, η παραμονή
    ⮡  during his stay abroad - κατά τη διαμονή του στο εξωτερικό
    ⮡  short-term/long-term stay - ολιγοήμερη/μακροχρόνια διαμονή
    ⮡  his stay in London - η παραμονή στο Λονδίνο
    ⮡  I extended my stay for a week.
    Παράτεινα την παραμονή μου μια βδομάδα.
ενεστώτας stay
γ΄ ενικό ενεστώτα stays
αόριστος stayed
παθητική μετοχή stayed
ενεργητική μετοχή staying

stay (en)

  1. (αμετάβατο) μένω, παραμένω, συνεχίζω να βρίσκομαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος για ένα χρονικό διάστημα χωρίς να απομακρυνθώ
    ⮡  It’s a sin to stay indoors on such a beautiful day.
    Είναι αμαρτία να μένεις μέσα τέτοια όμορφη μέρα.
    ⮡  Stay still!/Stay there!
    Μείνε ακίνητος!/Μείνε εκεί!
    ⮡  I’m staying standing/sitting.
    Μένω όρθιος/καθιστός.
    ⮡  Will you stay for food?
    Θα μείνετε για φαγητό;
    ⮡  I have a lot of work and I can’t stay.
    Έχω πολλές δουλειές και δεν μπορώ να μείνω.
    ⮡  The other guests had left but he stayed back.
    Οι άλλοι καλεσμένοι είχαν φύγει αλλ' αυτός παρέμεινε πίσω.
  2. (αμετάβατο) μένω, παραμένω, σε ένα μέρος προσωρινά ως επισκέπτης
    ⮡  Where do you stay when you go to London?
    Πού μένεις όταν πας στο Λονδίνο;
    ⮡  I am staying in a hotel/with friends.
    Μένω σ' ένα ξενοδοχείο/σε φίλους.
    ⮡  We’ll stay in Rome a few day.
    Θα μείνουμε στη Ρώμη δυο μέρες.
    ⮡  I can only stay for a few minutes.
    Μπορώ να μείνω μόνο για λίγα λεπτά.
    ⮡  He stayed abroad for six years.
    Παρέμεινε στο εξωτερικό έξι χρόνια.
  3. (αμετάβατο) μένω, παραμένω, συνεχίζω να βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  I am staying silent.
    Μένω σιωπηλός.
    ⮡  Stay off (of) drugs.
    Μείνε από τα ναρκωτικά.
    ⮡  If the weather stays nice…
    Αν ο καιρός μείνει καιρός…
    ⮡  His conditions stays the same.
    Η κατάστασή του παραμένει η ίδια.
    ⮡  I am staying unmarried/sober.
    Παραμένω ανύπαντρος/ξεμέθυστος.
  4. (μεταβατικό) αναβάλλω
    ⮡  The judge stayed judgement.
    Ο δικαστής ανέβαλε την έκδοση αποφάσεως.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay

Παράγωγα

[επεξεργασία]