shelter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shelter shelters

shelter (en)

  • το καταφύγιο, η στέγη
    ⮡  Our magazine provides shelter to young writers.
    Tο περιοδικό μας προσφέρει στέγη σε νέους λογοτέχνες.
ενεστώτας shelter
γ΄ ενικό ενεστώτα shelters
αόριστος sheltered
παθητική μετοχή sheltered
ενεργητική μετοχή sheltering

shelter (en)

  • (μεταβατικό) στεγάζω, δίνω σε κάποιον ή κάτι ένα μέρος όπου είναι προστατευμένο από τις καιρικές συνθήκες ή από κίνδυνο, προστατεύω κάποιον ή κάτι
    ⮡  The refugees were sheltered in the school.
    Οι πρόσφυγες στεγάστηκαν στο σχολείο.
     συνώνυμα: house, lodge, accommodate, quarter, take in, put up