qapı
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αζεριανά (az)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]qapı (az)
- η πόρτα
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του qapı
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | qapı | qapılar |
αιτιατική | qapını | qapıları |
δοτική | qapıya | qapılara |
τοπική | qapıda | qapılarda |
αφαιρετική | qapıdan | qapılardan |
γενική | qapının | qapıların |