punkt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: punkt-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pũŋkt/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

punkt (pl) < λατινική punctum

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

punkt (pl) αρσενικό

  1. (γεωμετρία, (μαθηματικά)) το σημείο
  2. (σημείο στίξης) η τελεία
  3. (αθλητισμός) ο βαθμός, ο πόντος, το σημείο
  4. (τυπογραφία) η στιγμή

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • punkt krytyczny: κρίσιμο σημείο
  • punkt odniesienia: σημείο αναφοράς
  • punkt widzenia: οπτική γωνιά
  • punkt wyjścia: σημείο εξόδου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

punkt (pl)