papieros

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

papieros (pl) < από τη λέξη papier (pl) (χαρτί, επειδή καίγεται μαζί με το τσιγάρο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈpʲjɛrɔs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papieros (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]