naturel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
naturel < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
naturel naturels

naturel (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό naturel naturels
θηλυκό naturelle naturelles

naturel (fr)