middle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

middle (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μεσαίος, ενδιάμεσος, για διάκριση από απόψεως χρόνου ή καταστάσεως, που βρίσκεται στη μέση
    ⮡  the middle class - η μεσαία τάξη
    ⮡  the middle name - το μεσαία όνομα
    ⮡  the middle child of a family - το μεσαίο παιδί μιας οικογένειας
    ⮡  the middle floors (of a building) - οι ενδιάμεσοι όροφοι (ενός κτίσματος)
     συνώνυμα: mid

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
middle middles

middle (en)

  • (μόνο ενικός, the middle) η μέση, το μέσο
    ⮡  in the middle of the street/room - στη μέσητο μέσο του δρόμου/δωματίου
    ⮡  in the middle of the night - στη μέσητο μέσο της νύχτας

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]