mel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mel < (κληρονομημένο) λατινική mel
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mel (ca) θηλυκό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mel αβέβαιης ετυμολογίας < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *meli < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mélit < *mel- + αθεματική κατάληξη *-it δηλωτική[1] εδώδιμων ουσιών. Συγγενή: αρχαία ελληνική μέλι, παλαιά αρμενική մեղր (mełr), χεττιτική ? (milit). Περισσότερα στο *mélit.[2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mel (la) ουδέτερο
Κλίση
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ mel#Latin στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ mel σελ.370 - de Vaan, Michiel (2008). Etymological Dictionary of Latin and the Other Italic Languages. [Ετυμολογικό λεξικό των λατινικών και των άλλων ιταλικών γλωσσάν] (στα αγγλικά) Leiden, Boston: Brill.
Πηγές
[επεξεργασία]- mel - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mel (no) ουδέτερο
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mel < απώτατη αρχή: (κληρονομημένο) λατινική mel
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mel (pt) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα λατινικά (καταλανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (καταλανικά)
- Καταλανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (καταλανικά)
- Τρόφιμα (καταλανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊταλική (λατινικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (λατινικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (λατινικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (λατινικά)
- Ελλείπουσα γραφή (χεττιτικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Τρόφιμα (λατινικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (λατινικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)
- Τρόφιμα (νορβηγικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα λατινικά (πορτογαλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πορτογαλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πορτογαλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Τρόφιμα (πορτογαλικά)