insufferable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | insufferable |
συγκριτικός | more insufferable |
υπερθετικός | most insufferable |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- insufferable < in- + sufferable
Επίθετο
[επεξεργασία]insufferable (en)
- αφόρητος
- ⮡ The situation is insufferable.
- Η κατάσταση είναι αφόρητη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unbearable
- ⮡ The situation is insufferable.