impudent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

impudent (en)

  1. αναιδής, θρασύς



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό impudent impudents
θηλυκό impudente impudentes

Επίθετο

[επεξεργασία]

impudent (fr) αρσενικό

  1. αναιδής
    C'est une impudente créature. : Είναι ένα αναιδές πλάσμα.
    C'est un impudent menteur. : Είναι ένας αναιδής ψεύτης.
     συνώνυμα: insolent
  2. θρασύς
    Action impudente. : Θρασεία πράξη.
    Discours impudent. : Θρασύς λόγος.
    Proposition impudente. : Θρασεία πρόταση.
     συνώνυμα: choquant

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη pudeur