frequently
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | frequently |
συγκριτικός | more frequently |
υπερθετικός | most frequently |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]frequently (en)