for

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɔ(ɹ)/

Πρόθεση

[επεξεργασία]

for (en)

  1. για, χρησιμοποιείται για να δηλώσει σε ποιον απευθύνεται κάτι ή πού προορίζεται να τοποθετηθεί κάτι
    ⮡  This meal is for the children.
    Αυτό το γεύμα είναι για τα παιδιά.
    ⮡  Who is the gift for?
    Για ποιον είναι το δώρο;
    ⮡  This is for you.
    Aυτό είναι για σένα.
    ⮡  I kept it for myself.
    Tο κράτησα για τον εαυτό μου.
  2. για, αντί για, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάνω κάτι για να βοηθήσω κάποιον ή κάτι
    ⮡  I will wash the dishes for you.
    Θα πλύνω εγώ τα πιάτα για σένα.
    ⮡  She dropped out of school for her kids.
    Παράτησε τις σπουδές για τα παιδιά της.
    ⮡  He did it for you, for your sake.
    Tο έκανε για σένα, για χάρη σου.
    ⮡  He gave him advice for his own good.
    Tον συμβούλεψε για το καλό του.
    ⮡  You go for me.
    Πήγαινε εσύ για μένα.
    ⮡  When I am on vacation, my brother runs the business for me.
    Όταν είμαι (λείπω) σε διακοπές, ο αδερφός μου επιβλέπει την επιχείρηση αντί για μένα (στη θέση μου, για χάρη μου).
  3. για, προς, του, χρησιμοποιείται για να δηλώσει σκοπό ή λειτουργία
    ⮡  a street for pedestrians/bikes - δρόμος για πεζούς/ποδήλατα
    ⮡  shoes for climbing - παπούτσια για ορειβασία
    ⮡  I am reading for pleasure.
    Διαβάζω για ευχαρίστηση.
    ⮡  He was destined for something great.
    Ήταν προορισμένος για κάτι μεγάλο.
    ⮡  I kept it for my party.
    Tο κράτησα για πάρτη μου.
    ⮡  Their house is for sale.
    Tο σπίτι τους είναι για πούλημα.
    ⮡  for sale - προς πώληση
    ⮡  Anna wants a glass for water.
    Η Άννα θέλει ένα ποτήρι του νερού (=ποτήρι για το νερό).
  4. για, χρησιμοποιείται για να δηλώσει έναν λόγο ή αιτία
    ⮡  They are jealous of him for his luck.
    Tον ζηλεύουν για την τύχη του.
    ⮡  Thank you for the wishes.
    Σας/σε ευχαριστώ για τις ευχές.
    ⮡  It is famous for its good wine.
    Φημίζεται για το καλό κρασί του.
    ⮡  I looked at him for an answer.
    Τον κοίταξα για μια απάντηση (για να μου δώσει μια απάντηση).
  5. για, εδώ και, επί, χρησιμοποιείται για να δηλώσει χρονικό διάστημα
    ⮡  I'll be out for a while.
    Θα λείψω για λίγο.
    ⮡  He is away for ten days.
    Λείπει για δέκα ημέρες.
    ⮡  We worked enough for today.
    Για σήμερα αρκετά δουλέψαμε.
    ⮡  I've been living in Athens for three years
    Ζω στην Αθήνα εδώ και τρία χρόνια.
    ⮡  Our families have been friends for many years.
    Οι οικογένειές μας σχετίζονται εδώ και πολλά χρόνια.
    ⮡  He hasn’t touched food/alcohol for weeks.
    Δεν έχει αγγίξει τροφή/ποτό επί εβδομάδες.
    ⮡  He has been sick for months.
    Είναι άρρωστος επί μήνες.
  6. για, προς, χρησιμοποιείται για να δηλώσει πού πηγαίνει κάποιος ή κάτι
    ⮡  I'm leaving for Athens.
    Φεύγω για την Αθήνα (πάω στην Αθήνα).
    ⮡  What time does the train leave for Xanthi?
    Tι ώρα φεύγει το τρένο για Ξάνθη;
  7. για, σε αντάλλαγμα κάτι
    ⮡  I’ll give it you for yours.
    Σου το δίνω για δικό σου.
    ⮡  in return for your help - σε αντάλλαγμα της βοήθειας
    ⮡  What will you give me in exchange for it.
    Τι θα μου δώσεις σε αντάλλαγμα γι' αυτό;
    ⮡  It is illegal not to pay for a ticket on the subway.
    Είναι παράνομο να μην πληρώνεις εισιτήριο στο μετρό.
    • (ειδικότερα) για, αντί, προς, δηλώνει την τιμή σε αντάλλαγμα
      ⮡  He sold it for 10 euros.
      Το πούλησε για δέκα ευρώ.
      ⮡  It sold for a million euros.
      Επωλήθη αντί ενός εκατομμυρίου ευρώ.
      ⮡  We sell for 10 euros a kilo.
      Πουλάμε προς 10 ευρώ το κιλό.
  8. σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι είμαι εργαζόμενος
    ⮡  I am working for an insurance company.
    Δουλεύω σε μια ασφαλιστική εταιρία.
    ⮡  I worked 10 years for your father.
    Δούλεψα στον πατέρα σου δέκα χρόνια.
  9. για, σχετικά με, σε σχέση με κάποιον ή κάτι
    ⮡  I am afraid for your life.
    Φοβάμαι για τη ζωή σου (για την ασφάλεια της ζωής σου).
    ⮡  She has a talent for languages.
    Έχει ταλέντο για τις γλώσσες.
  10. υπέρ, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι υποστηρίζω κάποιον ή κάτι
    ⮡  All those for the proposal raised their hands.
    Όλοι όσοι συμφωνούν με την πρόταση (είναι «υπέρ» της πρότασης), να σηκώσουν το χέρι τους.
  11. για, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τι περιμένω από κάποιον ή κάτι
    ⮡  She is tall for her age.
    Είναι ψηλή για την ηλικία της.
    ⮡  For the first day, we worked a lot.
    Για πρώτη μέρα αρκετά δουλέψαμε.
  12. για, χρησιμοποιείται για να δηλώσει πόσο δύσκολο, απαραίτητο, ευχάριστο, κτλ. είναι κάτι που μπορεί να κάνει ή να έχει κάνει κάποιος
    ⮡  It is not easy for me to do what you are asking.
    Δεν είναι εύκολο για μένα αυτό που ζητάς.
    ⮡  It is difficult for me to concentrate in here.
    Μου είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ εδώ μέσα.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

for (en)

  • (λογοτεχνικό) γιατί, για, ως αιτιολογικός σύνδεσμος που αναφέρεται στο λόγο την αιτία ή το σκοπό μιας πράξης
    ⮡  You are ill now for you went out without your coat.
    Για να βγεις χωρίς παλτό, είσαι τώρα άρρωστος.
    ⮡  He left for he was ill.
    Έφυγε για ήταν άρρωστος.
     συνώνυμα: → δείτε τον σύνδεσμο because



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
for < (άμεσο δάνειο) λατινική forum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɔʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

for (fr) αρσενικό

  1. (λόγιο) le for intérieur - το δικαστήριο της συνείδησης
  2. en mon (ton, son...) for intérieur - κατά βάθος, η συνείδησή μου

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]



Επίρρημα

[επεξεργασία]

for (eo)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]