fiscal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

fiscal (en)

  1. (οικονομία) δημοσιονομικός
    ⮡  Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.
    Συμφωνία για σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος.
  2. (οικονομία) οικονομικός



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fiscal fiscaux
θηλυκό fiscale fiscales

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fiscal < λατινική fiscalis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fis.kal/

Επίθετο

[επεξεργασία]

fiscal (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]