faculty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
faculty | faculties |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]faculty (en)
- η Πανεπιστημιακή Σχολή
- ⮡ the Law School Faculty - η Νομική Σχολή
- (συνήθως πληθυντικός) η δύναμη, οι σωματικές ή πνευματικές ικανότητες με τις οποίες γεννιέται ένα άτομο
- ⮡ mental faculties - πνευματικές δυνάμεις
- ⮡ He had all his faculties until the end.
- Είχε όλες του τις δυνάμεις μέχρι τέλους.
- (μόνο ενικός, επίσημο) μια ιδιαίτερη ικανότητα να κάνω κάτι
- ⮡ He has a great faculty for learning languages.
- Έχει μεγάλη ικανότητα να μαθαίνει γλώσσες.
- ≈ συνώνυμα: ability, capability και propensity
- ⮡ He has a great faculty for learning languages.