eighty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

eighty (en)

  • ογδόντα
    ⮡  Open the book to page eighty.
    Να ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ογδόντα.
    ⮡  He lives at eighty University street.
    Μένει στο ογδόντα της οδού Πανεπιστημίου.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
eighty eighties

eighty (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) στα/τα ογδόντα, μεταξύ 80 και 89 ετών
    ⮡  He entered his eighties.
    Μπήκε στα ογδόντα.
  2. (μόνο πληθυντικός) η δεκαετία του ογδόντα, για τη χρονολογία οποιουδήποτε αιώνα, τα χρόνια μεταξύ 80 και 89
    ⮡  since the mid-eighties - από τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα