eighty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]eighty (en)
- ογδόντα
- ⮡ Open the book to page eighty.
- Να ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ογδόντα.
- ⮡ He lives at eighty University street.
- Μένει στο ογδόντα της οδού Πανεπιστημίου.
- ⮡ Open the book to page eighty.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
eighty | eighties |
eighty (en)
- (μόνο πληθυντικός) στα/τα ογδόντα, μεταξύ 80 και 89 ετών
- ⮡ He entered his eighties.
- Μπήκε στα ογδόντα.
- ⮡ He entered his eighties.
- (μόνο πληθυντικός) η δεκαετία του ογδόντα, για τη χρονολογία οποιουδήποτε αιώνα, τα χρόνια μεταξύ 80 και 89
- ⮡ since the mid-eighties - από τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα