ei
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσθονικά (et)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ei (et)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]ei (la)
- δοτική ενικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του is
- ονομαστική πληθυντικού, αρσενικού γένους του is
Κλίση
[επεξεργασία]Οριστική Αντωνυμία | |||
---|---|---|---|
ενικός | |||
πτώση | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο |
ονομαστική | is | ea | id |
γενική | eius | eius | eius |
δοτική | ei | ei | ei |
αιτιατική | eum | eam | id |
κλητική | - | - | - |
αφαιρετική | eo | ea | eo |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ei/ii/i | eae | ea |
γενική | eorum | earum | eorum |
δοτική | eis/iis | eis/iis | eis/iis |
αιτιατική | eos | eas | ea |
κλητική | - | - | - |
αφαιρετική | eis/iis | eis/iis | eis/iis |
(Οριστικές Αντωνυμίες) |
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ei (nl)
- το αβγό
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ei θηλυκό
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ei (fi)