ease
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ease (en)
- η ευκολία
- ⮡ He broke his previous record with ease.
- Έσπασε το προηγούμενο ρεκόρ του με ευκολία.
- ⮡ He played guitar with ease.
- Έπαιζε κιθάρα με ευκολία.
- ⮡ ease of use - η ευκολία χρήσης
- ⮡ He broke his previous record with ease.
- η ησυχία, είμαι ήσυχος
- ⮡ Having solved his finacial problems he was at ease.
- Έχοντας λύσει τα οικονομικά του προβλήματα ήταν ήσυχος.
- → δείτε την έκφραση at ease
- ⮡ Having solved his finacial problems he was at ease.
- η οικονομική ευκολία, η άνεση, η απουσία οικονομικών προβλημάτων
- ⮡ a life of ease - μια ζωή άνεσης
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | ease |
γ΄ ενικό ενεστώτα | eases |
αόριστος | eased |
παθητική μετοχή | eased |
ενεργητική μετοχή | easing |
ease (en)
- (μεταβατικό) ανακουφίζω
- διευκολύνω
- ευκολύνω
- χαλαρώνω
- κινούμαι χαλαρά
- κινώ κάτι χαλαρά