dos

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: DOS

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dos < δημώδης λατινική dossum < λατινική dorsum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /do/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
dos dos

dos (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικές εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dos/

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

dos (es)

  1. δυο



Αριθμητικό

[επεξεργασία]

dos (ca)

  1. δυο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dos < de + os

Συγχώνευση

[επεξεργασία]

dos (pt) αρσενικό (θηλυκό das)