dos
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dos < δημώδης λατινική dossum < λατινική dorsum
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dos | dos |
dos (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- sur le dos - ανάσκελα
Ρηματικές εκφράσεις
[επεξεργασία]- avoir bon dos
- avoir des yeux dans le dos
- avoir froid dans le dos
- casser du sucre sur le dos de quelqu'un
- coûter la peau du dos
- en avoir plein le dos
- être sur le dos de quelqu'un
- faire le dos rond
- renvoyer dos à dos
- se laisser manger la laine sur le dos
- se mettre quelqu'un à dos
- se retrouver le dos au mur
- tourner le dos
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]dos (es)
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]dos (ca)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Συγχώνευση
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ισπανικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Αριθμητικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Καταλανική γλώσσα
- Αριθμητικά (καταλανικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Συγχωνεύσεις (πορτογαλικά)
- Ανθρώπινο σώμα (γαλλικά)