distinguished

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός distinguished
συγκριτικός more distinguished
υπερθετικός most distinguished

distinguished (en)

  1. διακεκριμένος, που είναι πολύ επιτυχημένος και θαυμάζεται από άλλους ανθρώπους
    ⮡  a distinguished lawyer - διακεκριμένος δικηγόρος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη notable
  2. αρχοντικός, που έχει μια εμφάνιση που κάνει κάποιον να φαίνεται σημαντικός ή που κάνει τους ανθρώπους να τον θαυμάζουν ή να τον σέβονται
    ⮡  He has a distinguished appearance.
    Έχει αρχοντική εμφάνιση.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

distinguished (en)