decommission

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˌdiːkəˈmɪʃən/

(μεταβατικό) decommission (en)

  • θέτω εκτός λειτουργίας
  • αποσύρω
  • (συνήθως για πλοίο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνήθως λέμε: decommissioning (en)[1]