consequential
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | consequential |
συγκριτικός | more consequential |
υπερθετικός | most consequential |
Επίθετο
[επεξεργασία]- επακόλουθος, που επακολουθεί ύστερα από κάτι άλλο ως συνέπειά του
- σημαντικός· που θα έχει σημαντικά αποτελέσματα
- ⮡ consequential decisions - σημαντικές αποφάσεις
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη important
- ≠ αντώνυμα: inconsequential