compreensível
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- compreensível < απο το λατινικό comprehensibile
Επίθετο
[επεξεργασία]compreensível (pt) (πληθ. compreensíveis)
compreensível (pt) (πληθ. compreensíveis)