average

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός average
συγκριτικός more average
υπερθετικός most average

average (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μέσος, που αποτελεί το μέσο όρο μιας σειράς ενδείξεων
    ⮡  the average age/speed - η μέση ηλικία/ταχύτητα
    ⮡  the average price - η μέση τιμή
     συνώνυμα: → δείτε το επίθετο mean
  2. μέσος, που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας στο πλαίσιο μιας κοινωνίας
    ⮡  the average man - ο μέσος άνθρωπος
  3. μέσος, μέτριος, δεν είναι πολύ καλό
    ⮡  a man of average intelligence - άνθρωπος μέσης αντίληψης
    ⮡  How is his English—good, average, or bad?
    Πώς είναι τα αγγλικά του—καλά, μέτρια ή κακά;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mediocre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
average averages

average (en)

ενεστώτας average
γ΄ ενικό ενεστώτα averages
αόριστος averaged
παθητική μετοχή averaged
ενεργητική μετοχή averaging

average (en)

  • κατά μέσον όρο
    ⮡  I average 17 hours of work a day.
    Κατά μέσον όρο δουλεύω 17 ώρες την ημέρα.
    ⮡  They are averaging 15 children in each class.
    Κατά μέσον όρο υπάρχουν 15 παιδιά σε κάθε τάξη.