average
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | average |
συγκριτικός | more average |
υπερθετικός | most average |
average (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μέσος, που αποτελεί το μέσο όρο μιας σειράς ενδείξεων
- μέσος, που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας στο πλαίσιο μιας κοινωνίας
- ⮡ the average man - ο μέσος άνθρωπος
- μέσος, μέτριος, δεν είναι πολύ καλό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
average | averages |
average (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο μέσος όρος
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | average |
γ΄ ενικό ενεστώτα | averages |
αόριστος | averaged |
παθητική μετοχή | averaged |
ενεργητική μετοχή | averaging |
average (en)
- κατά μέσον όρο
- ⮡ I average 17 hours of work a day.
- Κατά μέσον όρο δουλεύω 17 ώρες την ημέρα.
- ⮡ They are averaging 15 children in each class.
- Κατά μέσον όρο υπάρχουν 15 παιδιά σε κάθε τάξη.
- ⮡ I average 17 hours of work a day.
Πηγές
[επεξεργασία]- average (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- average (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- average (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 541-542, 548, 634. ISBN 9780194325684., λήμμα: μέσος, μέτριος, όρος