admit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | admit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | admits |
αόριστος | admitted |
παθητική μετοχή | admitted |
ενεργητική μετοχή | admitting |
Ρήμα
[επεξεργασία]admit (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παραδέχομαι, συμφωνώ, συχνά με απροθυμία, ότι κάτι είναι αλήθεια
- (μεταβατικό, επίσημο) εισάγω, επιτρέπω σε κάποιον να γίνει μέλος ενός συλλόγου, ενός σχολείου ή ενός οργανισμού
- ⮡ How many students are admitted to Law School every year?
- Πόσοι σπουδαστές εισάγονται στη Νομική κάθε χρόνο;
- ⮡ How many students are admitted to Law School every year?
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή, επίσημο) εισάγω, παίρνω κάποιον σε νοσοκομείο ή άλλο ίδρυμα όπου μπορεί να λάβει ειδική φροντίδα
- ⮡ He must be admitted to a hospital at once.
- Πρέπει να εισαχθεί αμέσως σε νοσοκομείο.
- ⮡ He must be admitted to a hospital at once.
- επιτρέπω την είσοδο