Sense
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈzɛnzə/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Sen‐se
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Sense (de) θηλυκό
Δείτε επίσης : sense |
Sense (de) θηλυκό