180

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
180: τα ψηφία 1, 8 και 0

Σύμβολο

[επεξεργασία]

180



      ενικός         πληθυντικός  
180 180s

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

180 (en)

  1. (κυριολεκτικά) κάνω επιτόπου στροφή, στροφή 180 μοιρών
     συνώνυμα: U-turn
  2. (μεταφορικά) κάνω το αντίθετο
    He did a 180 of what we expected him to do
    Έκανε το αντίθετο απ’ ό,τι περιμέναμε.
     συνώνυμα: opposite
  3. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) υπαναχώρηση από τις αρχικές απόψεις ή θέσεις, πλήρης μεταστροφή σε σχέση με όσα πριν υποστήριζε κάποιος
    The politician made a 180 on his economic policy
    Ο πολιτικός έκανε στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική του
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη U-turn
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 77. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αντίθετο