όστρακο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὄστρακον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όστρακο τα όστρακα
      γενική του οστράκου
όστρακου
των οστράκων
    αιτιατική το όστρακο τα όστρακα
     κλητική όστρακο όστρακα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όστρακο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄστρακον[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

όστρακο ουδέτερο

  1. το κομμάτι από σπασμένο πήλινο αγγείο
  2. το κέλυφος των μαλακίων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]