πυξίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυξίδα | οι | πυξίδες |
γενική | της | πυξίδας | των | πυξίδων |
αιτιατική | την | πυξίδα | τις | πυξίδες |
κλητική | πυξίδα | πυξίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυξίδα < αρχαία ελληνική πυξίς < πύξος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /piˈksi.ða./
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυξίδα θηλυκό
- όργανο προσανατολισμού. Αποτελείται από ένα κουτί, κατασκευασμένο από μη μαγνητικό υλικό, που στο κέντρο του είναι στερεωμένη μια μαγνητική βελόνα η οποία δείχνει πάντα το βορρά
- γυροσκοπική πυξίδα : η πυξίδα που με τη βοήθεια γυροσκοπίου δείχνει τον αληθινό βορρά
- οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως μέσο προσανατολισμού
- η εταιρεία πορεύεται χωρίς πυξίδα τους τελευταίους μήνες
- (αρχαιολογία) μικρό κουτί σε διάφορα σχήματα και με κάλυμμα που χρησιμοποιήθηκε για τη φύλαξη κοσμημάτων, εργαλείων κ.λπ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- (όργανο ή μέσο προσανατολισμού) μπούσουλας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πυξίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όργανο προσανατολισμού
|
οτιδήποτε καθοδηγεί