κόπρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈko.pɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐προς
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόπρος | οι | κόπροι |
γενική | της | κόπρου | των | κόπρων |
αιτιατική | την | κόπρο | τις | κόπρους |
κλητική | κόπρε (κόπρο) |
κόπροι | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- κόπρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόπρος. Δείτε και την αρχαία κοπρία και το κόπρανο.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόπρος θηλυκό
- (περιληπτικό) τα κόπρανα, η βρομιά
- (μεταφορικά) βρόμικη ενέργεια ή υπόθεση
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- η κόπρος του Αυγεία, η κόπρος του Αυγείου:
- (λόγιο) πολύ μεγάλη βρομιά
- (μεταφορικά) πολλά σκάνδαλα ή καταχρήσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόπρος | οι | κόπροι |
γενική | του | κόπρου | των | κόπρων |
αιτιατική | τον | κόπρο | τους | κόπρους |
κλητική | κόπρε | κόπροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- κόπρος < κοπρίτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόπρος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κόπρος
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόπρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόπρος (θηλυκό) και με αλλαγή στο γένος (σε ουδέτερο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόπρος θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόπρος ουδέτερο (πληθυντικός: τὰ κόπρη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κοπρο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κοπρο- στο Βικιλεξικό όπως κοπροαναθρεμμένος, κοπρώνυμος
και
Πηγές
[επεξεργασία]- κόπρος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κόπρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κόπρος | αἱ | κόπροι |
γενική | τῆς | κόπρου | τῶν | κόπρων |
δοτική | τῇ | κόπρῳ | ταῖς | κόπροις |
αιτιατική | τὴν | κόπρον | τὰς | κόπρους |
κλητική ὦ! | κόπρε | κόπροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόπρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κόπροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόπρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kekʷō-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόπρος θηλυκό
- τα περιττώματα των ανθρώπων ή των ζώων
- κοπριά
- ακαθαρσία, ρύπος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων πολιτεία 50.2@perseus.tufts.edu
- καὶ ὅπως τῶν κοπρολόγων μηδεὶς ἐντὸς ι σταδίων τοῦ τείχους καταβαλεῖ κόπρον ἐπιμελοῦνται
- και επιβλέπουν ώστε κανένας από τους οδοκαθαριστές να μη βάζει τις ακαθαρσίες [σε απόσταση] δέκα σταδίων από το τείχος.
- καὶ ὅπως τῶν κοπρολόγων μηδεὶς ἐντὸς ι σταδίων τοῦ τείχους καταβαλεῖ κόπρον ἐπιμελοῦνται
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων πολιτεία 50.2@perseus.tufts.edu
- στάβλος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 410 (410-414)
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἄγραυλοι πόριες περὶ βοῦς ἀγελαῖος|ἀγελαίας]], | ἐλθούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται, | πᾶσαι ἅμα σκαίρουσιν ἐναντίαι· οὐδ᾽ ἔτι σηκοὶ | ἴσχουσ᾽, ἀλλ᾽ ἁδινὸν μυκώμεναι ἀμφιθέουσι | μητέρας·
- Πώς τα μικρά δαμάλια στους αγρούς περικυκλώνουν τις γελάδες, | όταν αυτές κοπάδι φτάνουν, απ᾽ τη βοσκή τους χορτασμένες, πίσω στον στάβλο, | κι εκείνα γύρω τους όλα χοροπηδούν· δεν τα χωρούν | οι μάντρες πια, με δυνατά μουκανητά πώς τριγυρίζουν | τις μανάδες τους·
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἄγραυλοι πόριες περὶ βοῦς ἀγελαῖος|ἀγελαίας]], | ἐλθούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται, | πᾶσαι ἅμα σκαίρουσιν ἐναντίαι· οὐδ᾽ ἔτι σηκοὶ | ἴσχουσ᾽, ἀλλ᾽ ἁδινὸν μυκώμεναι ἀμφιθέουσι | μητέρας·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 410 (410-414)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- κόπρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόπρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διχοτόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Περιληπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)