απλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απλώνω < μεσαιωνική ελληνική απλώνω < αρχαία ελληνική ἁπλόω / ἁπλῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]απλώνω, πρτ.: άπλωνα, στ.μέλλ.: θα απλώσω, αόρ.: άπλωσα, παθ.φωνή: απλώνομαι, μτχ.π.π.: απλωμένος
- αναπτύσσω κάτι που πριν ήταν μαζεμένο ή διπλωμένο
- αφήνω κάτι στον ήλιο και τον αέρα, προκειμένου να στεγνώσει
- εξαπλώνω, επεκτείνω
- καταλαμβάνω μεγάλη έκταση
- τείνω το χέρι να πάρω
- ⮡ Άπλωσε να πάρει το πιστόλι του.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- απλώνω το ζωνάρι μου για καβγά: έχω εριστική διάθεση, επιζητώ να καβγαδίσω
- απλώνω τραχανά: (λαϊκότροπο) καθυστερώ
- απλώνω χέρι:
Παροιμίες
[επεξεργασία]- απλώνω τα πόδια μου μέχρι εκεί που φτάνει το πάπλωμα: δεν ξεπερνώ τις δυνατότητές μου ή τις δυνάμεις μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]
|
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απλώνω | άπλωνα | θα απλώνω | να απλώνω | απλώνοντας | |
β' ενικ. | απλώνεις | άπλωνες | θα απλώνεις | να απλώνεις | άπλωνε | |
γ' ενικ. | απλώνει | άπλωνε | θα απλώνει | να απλώνει | ||
α' πληθ. | απλώνουμε | απλώναμε | θα απλώνουμε | να απλώνουμε | ||
β' πληθ. | απλώνετε | απλώνατε | θα απλώνετε | να απλώνετε | απλώνετε | |
γ' πληθ. | απλώνουν(ε) | άπλωναν απλώναν(ε) |
θα απλώνουν(ε) | να απλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άπλωσα | θα απλώσω | να απλώσω | απλώσει | ||
β' ενικ. | άπλωσες | θα απλώσεις | να απλώσεις | άπλωσε | ||
γ' ενικ. | άπλωσε | θα απλώσει | να απλώσει | |||
α' πληθ. | απλώσαμε | θα απλώσουμε | να απλώσουμε | |||
β' πληθ. | απλώσατε | θα απλώσετε | να απλώσετε | απλώστε | ||
γ' πληθ. | άπλωσαν απλώσαν(ε) |
θα απλώσουν(ε) | να απλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απλώσει | είχα απλώσει | θα έχω απλώσει | να έχω απλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις απλώσει | είχες απλώσει | θα έχεις απλώσει | να έχεις απλώσει | έχε απλωμένο | |
γ' ενικ. | έχει απλώσει | είχε απλώσει | θα έχει απλώσει | να έχει απλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απλώσει | είχαμε απλώσει | θα έχουμε απλώσει | να έχουμε απλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε απλώσει | είχατε απλώσει | θα έχετε απλώσει | να έχετε απλώσει | έχετε απλωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν απλώσει | είχαν απλώσει | θα έχουν απλώσει | να έχουν απλώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) απλωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) απλωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) απλωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) απλωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απλώνομαι | απλωνόμουν(α) | θα απλώνομαι | να απλώνομαι | ||
β' ενικ. | απλώνεσαι | απλωνόσουν(α) | θα απλώνεσαι | να απλώνεσαι | (απλώνου) | |
γ' ενικ. | απλώνεται | απλωνόταν(ε) | θα απλώνεται | να απλώνεται | ||
α' πληθ. | απλωνόμαστε | απλωνόμαστε απλωνόμασταν |
θα απλωνόμαστε | να απλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | απλώνεστε | απλωνόσαστε απλωνόσασταν |
θα απλώνεστε | να απλώνεστε | (απλώνεστε) | |
γ' πληθ. | απλώνονται | απλώνονταν απλωνόντουσαν |
θα απλώνονται | να απλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απλώθηκα | θα απλωθώ | να απλωθώ | απλωθεί | ||
β' ενικ. | απλώθηκες | θα απλωθείς | να απλωθείς | απλώσου | ||
γ' ενικ. | απλώθηκε | θα απλωθεί | να απλωθεί | |||
α' πληθ. | απλωθήκαμε | θα απλωθούμε | να απλωθούμε | |||
β' πληθ. | απλωθήκατε | θα απλωθείτε | να απλωθείτε | απλωθείτε | ||
γ' πληθ. | απλώθηκαν απλωθήκαν(ε) |
θα απλωθούν(ε) | να απλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απλωθεί | είχα απλωθεί | θα έχω απλωθεί | να έχω απλωθεί | απλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις απλωθεί | είχες απλωθεί | θα έχεις απλωθεί | να έχεις απλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απλωθεί | είχε απλωθεί | θα έχει απλωθεί | να έχει απλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απλωθεί | είχαμε απλωθεί | θα έχουμε απλωθεί | να έχουμε απλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απλωθεί | είχατε απλωθεί | θα έχετε απλωθεί | να έχετε απλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απλωθεί | είχαν απλωθεί | θα έχουν απλωθεί | να έχουν απλωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απλωμένος - είμαστε, είστε, είναι απλωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απλωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απλωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απλωμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απλώνω