ανάδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάδρομος < ελληνιστική κοινή ἀνάδρομος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανάδρομος -η, -ο
- που κινείται προς τα πάνω, που κινείται αντίθετα με τη φυσική ροή ή φορά
- (ειδικότερα) (ιχθυολογία) που αφορά το είδος ψαριού που μετακινείται («ανέρχεται») από τη θάλασσα στα ποτάμια για να γεννήσει
- άλλες μορφές: αναδρομικός
- (ειδικότερα) (ιχθυολογία) που αφορά το είδος ψαριού που μετακινείται («ανέρχεται») από τη θάλασσα στα ποτάμια για να γεννήσει
- που κινείται από τα αριστερά προς τα δεξιά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανάδρομος αρσενικό (νεολογισμός)
- (ναυτικός όρος) σχοινί μεταξύ ιστίων, ή μεταξύ ιστίου και καταστρώματος ή προβόλου, τεντωμένο λοξά
- ≈ συνώνυμα: πρότονος, στράλι
- πρβ. αναδρομικό ιστίο
- (λαϊκότροπο) πολύ ανηφορικός δρόμος, μεγάλος ανήφορος,
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάδρομος
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Ιχθυολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)