άχρηστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άχρηστος | η | άχρηστη | το | άχρηστο |
γενική | του | άχρηστου | της | άχρηστης | του | άχρηστου |
αιτιατική | τον | άχρηστο | την | άχρηστη | το | άχρηστο |
κλητική | άχρηστε | άχρηστη | άχρηστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άχρηστοι | οι | άχρηστες | τα | άχρηστα |
γενική | των | άχρηστων | των | άχρηστων | των | άχρηστων |
αιτιατική | τους | άχρηστους | τις | άχρηστες | τα | άχρηστα |
κλητική | άχρηστοι | άχρηστες | άχρηστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άχρηστος < αρχαία ελληνική ἄχρηστος < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική χρηστός < αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος (βλέπε και τα παρόμοια δύσχρηστος, εύχρηστος, κοινόχρηστος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.xɾi.stos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈa.xɾi.sti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈa.xɾi.sto/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]άχρηστος, -η, -ο
- που δε χρησιμεύει σε κάτι
- αντικείμενο χωρίς χρηστική αξία
- άτομο που οι πράξεις του δεν έχουν αξία, είναι αναποτελεσματικές, ανούσιες
- μη αναγκαίος, περιττός
- που έχει υποπέσει σε αχρηστία