âpre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
âpre âpres

Επίθετο

[επεξεργασία]

âpre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τραχύς
  2. δηκτικός, τσουχτερός
  3. αψύς

Συγγενικά

[επεξεργασία]