roll out

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 03:12, 21 Οκτωβρίου 2024 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας roll out
γ΄ ενικό ενεστώτα rolls out
αόριστος rolled out
παθητική μετοχή rolled out
ενεργητική μετοχή rolling out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
roll out < → δείτε τις λέξεις roll και out

roll out (en)

  • απλώνω, ανοίγω, κάνω κάτι επίπεδο πιέζοντάς το
    ⮡  Roll out the rug for us to see.
    Άπλωσέ μας το χαλί να το δούμε.
    ⮡  Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
    Ζυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα.